Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Χρήστος - Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου

  


Ο θείος Άγγελος!!!

Κάθε μέρα και νύχτα στους δρόμους έκαναν περίπολο Γερμανοί στρατιώτες. Μόλις ο Πέτρος γύρισε στο σπίτι είδε τον Γκαριμπάλντι να κατεβάζει τα σκουπίδια, τότε ο Γερμανός που περιπολούσε την γειτονία τον πλησίασε και του είπε: Βί χάις ντου; Και ο Γκαριμπάλντι είπε: Ντεν καταλαβαίνω. Τότε ο Γερμανός σήκωσε το όπλο του και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο Πέτρος είδε την σκηνή και μόλις ο Γερμανός με τον σκοτωμένο Γκαριμπάλντι έφυγαν προς το φορτηγό του γερμανού, ανέβηκε την σκάλα γρήγορα γρήγορα και πήγε και το είπε στη μαμά του και στους άλλους. Εκείνη την στιγμή κατέβηκαν όλοι κάτω εκτός από τον παππού που πήγε γρήγορα στην κουζίνα να φάει την μερίδα φαγητό του Γκαριμπάλντι. Είδαν το φορτηγό να φεύγει και όλοι στεναχωρήθηκαν αλλά πιο πολύ από όλους η μαμά.
Το άλλο πρωί οι Γερμανοί τα μάζεψαν και έφυγαν. Σε 3 μέρες είχαν φύγει όλοι από την Αθήνα και ήρθε ο θείος Άγγελος. Όλοι χαρήκαμε που τον είδαμε και η Αντιγόνη πρόσεξε πως φορούσε πάλι το μενταγιόν της Ρίτας. Τότε ακούστηκε το κουδούνι. Η Αντιγόνη πήγε να ανοίξει. Ήταν η Ρίτα. Η Αντιγόνη την αγκάλιασε σφιχτά και ανεβήκαν μαζί πάνω. Μόλις είδε η Ρίτα τον θείο Άγγελο έτρεξε κοντά του τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε πως χαίρετε που είναι ζωντανός. Τότε ο θείος Άγγελος έβγαλε το μενταγιόν της, της το φόρεσε και της είπε πως σώθηκε επειδή τον φύλαγε το μενταγιόν. Τότε η Ρίτα πήρε μία καρέκλα και έκατσε δίπλα στο θείο.
Ο θείος Άγγελος ήταν όπως ακριβός τον φανταζόταν ο Πέτρος, με την Αγγλική στολή, με το όπλο του, τα παράσημα του, κομψός όπως πάντα.
Την Ρίτα εφόσον η οικογένεια και οι συγγενείς της είχαν σκοτωθεί την υιοθέτησε η οικογένεια του Πέτρου. Η Αντιγόνη και η Ρίτα ήταν μες ‘την καλή χαρά. Κοιμόντουσαν μαζί, πήγαιναν σχολείο μαζί και η κάθε μέρα όχι μόνο της Αντιγόνης και της Ρίτας αλλά και όλων έγιναν καλύτερες.  
            

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Αναστασία Χ. - Ανίσχυρος Άγγελος


16 ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Όλο το βράδυ η Αγγέλα δεν μπορούσε να κοιμηθεί σκεφτόταν τη έγινε την προηγούμενη μέρα. Ξημέρωσε… Η  Αγγέλα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι στη σοφίτα…. το κρησφύγετο της… όλο το βράδυ εκεί την πέρασε. Ο ήλιος άρχισε να μπαίνει από το μοναδικό παράθυρο που υπήρχε πέφτοντας στα κατάμαυρα από το κλάμα και ξενύχτι μάτια της. Ακούγονταν το σφύριγμα του αέρα πάνω στα δέντρα.. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι ο πατέρας της ήταν ένας «δολοφόνος» ότι μπορούσε να πάει η ψυχή του η καρδιά του να σκοτώσει ένα αθώο παιδί. Η Αγγέλα άκουγε τις φωνές από τα παιδιά που έκαναν διαδήλωση για το παιδί…. το παιδί του ηλεκτρικού….. τα συνθήματα έλεγαν: «ΝΑ ΤΙΜΩΡΙΘΟΥΝ ΟΙ ΔΟΛΟΦΩΝΟΙ..ΝΑ ΛΑΜΨΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ»…. «ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΑΘΩΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΧΑΝΕΤΑΙ ΤΟ ΔΙΚΙΟ». Σηκώνεται κατευθείαν από το κρεβάτι παίρνει το μπουφάν της και το γράμμα του νονού της και φεύγει. Δεν άντεχε άλλο να ακούει όλες αυτές τις φωνές… γύριζαν και γύριζαν συνέχεια στο κεφάλι της… δεν έφευγαν…. ενιω8ε ότι πνίγεται δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.. και εγώ  φυσικά όπως πάντα από πίσω της… ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ ΟΜΩΣ….. δίχως να μπορώ να την βοηθήσω όσο και αν ήθελα. Πηγαίνει στο μέρος που σκοτώθηκε το παιδί. Ήταν γεμάτο με ΚΟΚΚΙΝΑ τριαντάφυλλα και αγαπημένα αντικείμενα από ΟΛΟΝ τον κόσμο. Της ερχόταν στο μυαλό όλη η χθεσινή σκηνή ακόμη και αν δεν ήταν εκεί… τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπο της  σαν δυο σταγόνες βροχής. Που να φαντάζονταν ότι το παιδί με το κόκκινο μπουφάν που γνώρισε στον ηλεκτρικό  μίλησαν, άλλαξαν τηλέφωνα μετά από λίγες ημέρες θα πέσει θύμα από τη σφαίρα του ιδίου του πατερά της. Ξαφνικά βλέπει από μακριά μια όψη… πλησιάζει… είναι ο Τάσος… την αγκάλιασε, το είχε τόσο ανάγκη…  θα ήθελα να ήμουν τόσο στη θέση του…. να την αγκάλιαζα, να ήμουν εγώ αυτός που θα την συμπαραστέκονταν στις δυσκολίες. Σε  όλα. Της λέει λόγια που τα είχε σίγουρα ανάγκη, της εκμυστηρεύεται την αγάπη του για αυτήν, της δίνει κουράγιο για τη ζωή. «Δεν μπορούμε να είμαστε εμείς αυτοί που θα κρίνουμε τις αποφάσεις που θα πάρει ΕΚΕΙΝΟΣ, όποιον θέλει να πάρει κοντά του θα το κάνει αμέσως και ΑΥΤΟΣ θα κρίνει άμα θα μας χαρίσει τη ζωή» «πρέπει να ζήσουμε το παρόν και να ζήσουμε το μέλλον, να μην κοιτάμε πίσω και να ευχαριστιόμαστε την κάθε στιγμή.. την κάθε ώρα… το κάθε λεπτό… το κάθε δευτερόλεπτο……..» αυτά ήταν τα λόγια του, αλλά αυτό που όντος  της έδωσε πραγματικά το μεγαλύτερο κουράγιο ήταν πως της είπε ότι την αγαπά. Εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάτι γιατί πλέον είμαι ένας άγγελος, δεν είμαι στον κόσμο τους αλλά ούτε και μπορώ να ξαναγυρίσω. Όσο και να με πονάει αυτό, ήμουν χαρούμενος γιατί ήξερα πως έμεινε κάποιος που θα την αγαπάει ειλικρινά και θα την προσέχει από όλους. Το πρόσωπο της Αγγέλας ήταν γεμάτο με δάκρυα…. αλλά από χαρά και αλλά από λύπη. Πήγαν μαζί στην κηδεία. υπήρχε πληθώρα παιδιών που ήρθαν να θρηνήσουν και να συμπαρασταθούν στο αθώο παιδί. Κρατούσε στα χέρια της ένα άσπρο τριαντάφυλλο… χρώμα ελπίδας…. Ζωντάνιας… κανένας δεν της είπε τίποτα. Αν και φοβόταν παρά πολύ την αντίδραση των παιδιών. δεν της είπαν τίποτα. κάποιοι μόνο στο τέλος προσπάθησαν να την πουν ότι αυτήν είναι υπαίτια για τον θάνατο του παιδιού… αλλά ο Τάσος τους έβαλε στη θέση τους με δυο μόνο κουβέντες. Ακόμη και οι αστυνομικοί δεν έκαναν κάτι. Έδωσαν και αυτοί στο παρών στην κηδεία ως τρόπο συμπαράστασης και πως αυτό που έκανε ο συνάδελφος τους ήταν άδικο και πως έπρεπε να τιμωρηθεί. Περπατούσαν και ο δρόμος τους έφτασε στην πόρτα του αθώου παιδιού. Και οι δυο πήραν την απόφαση να χτυπήσουν το κουδούνι… και έτσι έγινε. Βγαίνει η μητέρα του παιδιού και όταν είδε την Αγγέλα εξοργίστηκε. Ο θυμός της δεν της είχε φύγει και λογικό αφού πήραν από κοντά της το μοναδικό παιδί της. Όμως  η Αγγέλα είχε ως πείσμα να της μιλήσει. Την παρακάλεσε και το κατάφερε ήθελε να της απαλύνει τον πόνο λέγοντας της ότι ο πατέρας της θα πρέπει να τιμωρηθεί για αυτό που έκανε και ακόμη της μίλησε για την συνάντηση της με το γιο της στον ηλεκτρικό… Μετά από λίγη ώρα έφυγε, μιλώντας μαζί με την μητέρα του παιδιού ένιωσε σαφώς πολύ πιο καλυτέρα.  Η Αγγέλα θυμήθηκε το γράμμα του νονού της κάπου το είχε βάλει στην τσέπη του μπουφάν….. Το βρήκε αλλά έτσι όπως το έβγαλε καθώς δεν το κρατούσε καλά το πηρέ ο αέρας που σιγά σιγά άρχισε να δυναμώνει , έπεσε στο δρόμο και μέσα σε κάτι νερά που υπήρχαν και ολόκληρο το γράμμα γέμισε με μελάνη. Πλέον δεν μπορούσε να κάνει κάτι….   
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Πέρασε σχεδόν δύο μήνες. Σιγά σιγά άρχισε να ξεχνιέται ο χαμός του παιδιού καθώς μέρα με τη μέρα άρχισαν να λιγοστεύουν τα τριαντάφυλλα στο μέρος του σκοτώθηκε το παιδί. Έγινε η δίκη. Ο αστυνομικός τελικά δικάστηκε με επτά χρόνια ποινής. ΜΟΝΟ….. Κάποιοι ισχυρίστηκαν πως αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσε να γίνει. Κάποιοι άλλοι είπαν πως βρεθήκαν κάποιοι που είπαν αντίθετα πράγματα από ότι έγιναν και έτσι οι δικαστές αποφάσισαν να μην μειώσουν στο ελάχιστο την ποινή. Τα πράγματα στην οικογένεια της Αγγέλας δεν πήγαιναν τόσο καλά. Η μητέρα της χώρισε με τον πατέρας της καθώς θεώρησε πως αυτό που έκανε το να σκοτώσει ο άντρας της ένα ΠΑΙΔΙ είναι ότι πιο χειρότερο μπορεί να κάνεις κάποιος, ακόμη και είναι αστυνομικός. Ωστόσο η Αγγέλα για να μπορέσει να το ξεπεράσει πήγε και έκανε κάποιες συνεδριάσεις σε έναν ψυχολόγο αλλά ακόμη την βοήθησε και ο Τάσος. Τόσο καιρό δεν την άφησα, σε κάθε βήμα της ήμουν διπλά της. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ……… Η Αγγέλα βγήκε πήγε για καφέ με τον Τάσο αλλά εγώ πάντα κοντά της. Στο μαγαζί εμφανίστηκε ο Μίλτος που τόσο καιρό έβραζε από το θυμό του όσο έβλεπε τον Τάσο και την Αγγέλα μαζί. Κρατούσε στο χέρι του ένα μικρό μαχαίρι το είχε πάρει από τον πατέρα του που το είχε σε μια συλλογή που έκανε. Τους απείλησε, τους κατέκρινε και μετά απευθύνθηκε στην Αγγέλα πως αυτήν φταίει για όσα έγιναν….. πέρασαν κάποια λεπτά και αφού οξύνθηκαν αρκετά άρχισε ένας καβγάς.. πιάστηκαν στα χέρια ο Μίλτος και ο Τάσος.. Ο Μίλτος γύρισε το μαχαίρι προς την πλευρά του Τάσου αλλά αυτός πρόλαβε να του το πάρει και τον μαχαίρωσε. Κατευθείαν τα δυο παιδιά έφυγαν τρέχοντας,  αλλά.. τίποτε δεν πρέπει να αψηφάμε από την ζωή…. και μιας και δεν πρόσεξαν το δρόμο η Αγγέλα που ήταν πιο μπροστά την χτύπησε ένα αυτοκίνητο που ερχόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο οδηγός όμως που ήταν στο αυτοκίνητο μόλις είχε κάνει μια κλοπή και τον κυνηγούσε η αστυνομία. Ο Τάσος έτρεξε γρήγορα στο μέρος που χτυπήθηκε η Αγγέλα και δεν σταμάτησε να της κρατάει το χέρι. Ο οδηγός χτύπησε λίγο (λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να δει ένα όραμα ο Τάσος). Κρατώντας το χέρι της Αγγέλας ο Τάσος κλείνει τα μάτια και βλέπει, την Αγγέλα να του κρατάει το χέρι και να του λέει να μην την αφήσει αλλά αυτός να μην μπορεί να την κρατήσει από την άλλη εγώ ο ανίσχυρος άγγελος να την λέω να έρθει προς το μέρος μου. Η Αγγέλα στη μέση να φεύγει από την πλευρά του Τάσου και να του λέει πως τον περιμένει σύντομα και από την άλλη τόσο χαρούμενα που με είδε…. είδε τον Άγγελο της που από τότε που πέθανε και πάντα δεν απόψε να είναι μακριά της. Ο Τάσος ανοίγει τα μάτια την ώρα που κατευθύνουν οι αστυνομικοί και βγαίνει ο οδηγός από το αυτοκίνητο. Αρπάζει τον Τάσο όπου καθόταν και κρατούσε το χέρι της Αγγέλας και απειλούσε τους αστυνομικούς να τον αφήσουν να φύγει αλλιώς θα τον σκότωνε. Έτσι και έγινε τον άφησαν…. πήγε λίγα μετρά πιο κάτω με τον Τάσο αλλά η αστυνομικοί ήταν και εκεί πυροβόλησαν τον κλέφτη. Αυτός πέφτει στο έδαφος.  Ο Τάσος προσπαθεί να τρέξει να φύγει αλλά τελικά ο κλέφτης πυροβολεί και τον χτυπάει. Μια σφαίρα ήταν αρκετή… πέφτει στα γόνατα και μετά στο έδαφος. Η τελευταία του λέξη ήταν: « Αγγέλα, ΕΡΧΟΜΑΙ»………………. και ξεψύχησε…
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΙΚΗΤΟΣ……ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΓΛΙΤΩΣΕΙ ΑΛΛΑ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΠΕΡΝΕΙ ΣΤΑ ΣΟΒΑΡΑ…….ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΕΙ…………ΠΟΤΕΕΕ……………………………………………..
Η ιστορία ενός ανίσχυρου Αγγέλου……                 
           

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Ευχαριστήριο

Ευχαριστούμε θερμά τον καλό φίλο Δημήτρη Σιαμάγκα που ανταποκρίθηκε στο αίτημα μας και μας δάνεισε το 100 Χρόνια Μοναξιά.

Χρήστος - Ανίσχυρος Άγγελος



Δεκατέσσερα


Δικαιοσύνη: Με τον όρο δικαιοσύνη χαρακτηρίζεται γενικά η ιδιότητα ή το γνώρισμα του δικαίου. Με τον ίδιο όρο επίσης χαρακτηρίζεται και η απονομή του ως και το σύνολο της δικαστικής εξουσίας, ή ακόμα και η εποπτεύουσα Αρχή αυτής.

Μετά από αυτή την κίνηση της Αγγέλας όλες οι φωνές , οι βρισιές και τα σπρωξίματα είχαν σταματήσει. Το πρόσωπο της Αγγέλας είχε γίνει γνωστό σε όλους όσους βρισκόταν εκεί. Όλοι την χειροκρότησαν και αυτή άρχισε να κλαίει, τότε ο Τάσος την πήρε αγκαλιά και φύγανε. Οι αστυνομικοί σταμάτησαν να σπρώχνουν και τα παιδιά να φωνάζουν και να βρίζουν, η Αγγέλα καθώς περπατούσε αγκαλιά με τον Τάσο ο Μίλτος την σταμάτησε <<Φεύγεις με αυτόν;>> της είπε και αυτή του αποκρίθηκε <<ναι! γιατί αυτός με κάνει να νιώθω ζωντανή>> τότε η Αγγέλα ζαλίστηκε και ο Τάσος την κράτησε να μην πέσει.
Ο Τάσος την πήγε στο στούντιο και η Αγγέλα ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε έως το άλλο πρωί. Σε όλο αυτό το διάστημα που η Αγγέλα κοιμότανε ο πατέρας της αποφυλακίστηκε και ο νονός της Μήτσος Σαρμπάνης ερωτεύτηκε μια ξανθιά γυναίκα. Όταν η Αγγέλα σηκώθηκε, ετοιμάστηκε και πήγε σε έναν γυναικολόγο ο οποίος της ανακοίνωσε  πως θα γίνει μητέρα. Η Αγγέλα έβαλε το μοντγκόμερι της, πλήρωσε το γιατρό και έφυγε σαν κυνηγημένη. Έτρεξε και πρόλαβε να πάρει τον ηλεκτρικό μέχρι το στούντιο όπου βρήκε τον Τάσο και του είπε πως ήταν έγγειος και τότε ο Τάσος την αγκάλιασε και της είπε ότι είναι η ζωή του.
Τον επόμενο μήνα παντρεύτηκαν και ο γάμος ήταν διπλός  γιατί την ίδια μέρα παντρεύτηκε ο νονός της με την ξανθιά κυρία που λεγόταν Άννα Γεωργακοπούλου. Το παιδί της Αγγέλας ήταν κορίτσι, τη βάφτισαν Ειρήνη λόγο της μητέρας της Αγγέλας και η ζωή τους καλυτέρεψε κατά πολύ……..


«Η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει. Σε κάθε μεγάλη δοκιμασία θα βρούμε ανάμεσα στους ανθρώπους αδύνατους και ισχυρούς, ανόητους και σοφούς, καλούς και κακούς.»

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

100 χρόνια μοναξιά

Είπαμε να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις μας και έτσι επιλέξαμε να συνεχίσουμε με το 100 χρόνια μοναξιά του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Το πρόβλημα είναι ότι επειδή έχει πολλές σελίδες, θα χρειαστεί αρκετός χρόνος σε κάθε μαθητή να το διαβάσει, με αποτέλεσμα να υπάρχει καθυστέρηση στη διαδικασία δανεισμού.
Παρακαλούμε, αν έχετε κάποιο αντίτυπο αυτού του βιβλίου να μας το δανείσετε για να προχωρήσουμε πιο γρήγορα.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Αναστασία (Γυμνάσιο) - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


Η  Κωνσταντίνα  μόλις  έμαθε  γιατί  βρισκόταν  σε αυτή  την  κατάσταση  τόσο  καιρό  θύμωσε  με  εκείνο το  αγόρι  που  της  έδινε αυτά  τα χάπια  και  της  έλεγε ψέματα ότι  της κάνουν  καλό. Όταν  τον  είδε  την  επόμενη μέρα, αυτός  της  έδωσε και άλλα  χάπια, τότε η Κωνσταντίνα  του είπε
-Γιατί  δεν  μου είπες  την  αλήθεια  για  αυτά τα  χάπια  και  έλεγες  πως  θα μου  κάνουν  καλό;
-Αφού  όταν  έπαιρνες  αυτά  τα  χάπια  μετά αισθανόσουν  πολύ  καλύτερα!
-Ναι  αλλά  εγώ  πίστευα  πως θα με βοηθούσες   με  έναν  καλό  τρόπο, σε εμπιστεύτηκα  και  εσύ  προσπάθησες  να  με καταστρέψεις  με τον χειρότερο τρόπο.
Μετά από αυτό η Κωνσταντίνα όταν πήγε σπίτι είπε στην γιαγιά της, συνειδητοποίησε πως η γιαγιά της, της έκανε παρατηρήσεις επειδή νοιαζόταν  γι’ αυτή. Τότε η Κωνσταντίνα της είπε
-Συγνώμη που δεν σε άκουγα τόσο καιρό. Εσύ ήθελες πάντα το καλό μου και προσπαθούσες να με προστατέψεις  όμως εγώ πίστευα πως το έκανες επίτηδες γιατί δεν με συμπάθησες ποτέ.
Έπειτα  από λίγο καιρό η Κωνσταντίνα αποφάσισε πως θέλει να πάει στην Γερμανία που ζούσαν  οι γονείς της. Μόλις έμαθαν τι είχε συμβεί στην κόρη τους αποφάσισαν και οι δύο πως πρέπει να είναι και πάλι μαζί για χάρη της κόρης τους.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Ανθή - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


Την άλλη μέρα, όλα ήταν πολύ περίεργα. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, έσπρωξα το πάπλωμά μου και προσπάθησα να σηκωθώ. Ένιωθα σαν να έσκαγαν αμέτρητες βόμβες δίπλα μου, τέτοιο πονοκέφαλο είχα! Μακάρι να'χα ένα χαπάκι. Να ένιωθα λίγο καλύτερα, έστω για λίγο, και μετά πάλι από τον ουρανό, απότομα στο χώμα. Αφού τα κατάφερα να σηκωθώ, έσυρα το κουρασμένο μου κορμί στο σαλόνι.
-Φάρμουρ! φωνάζω, μα πουθενά η Φάρμουρ. Λογικά θα κατέβηκε να πάρει κάτι, σκέφτηκα, μα την ίδια στιγμή άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα.
-Φάρμουρ, που ήσουν;
-Καλημέρα πρώτα!
-Καλημέρα πρώτα. Που ήσουν;
-Που θες να ήμουν; Στο μαγαζί πήγα να ψωνήσω μερικά πραγματάκια. Παρεπιπτόντως, βρήκα στο ταχυδρομικό κουτί μας αυτά.
-Τι είναι αυτά;
-Τα γερμανικά σου σιρόπια είναι. Σου έστειλε τρία μπουκάλια ο μπαμπάς σου. Θα τα κρατήσω εγώ όμως.
-Ωραία!, έκανα και χάθηκα πάλι μεσ'το δωμάτιο. Πήγα να ρίξω μια ματιά στον Χερ Χάινερ γιατί απ'τη στιγμή που ξύπνησα, δεν τον άκουσα καθόλου.
-Χερ Χάινερ, του φώναξα, καλημέρα! μα τίποτα αυτός. Τον παρατήρησα καλύτερα. Κοιμόταν; όχι...δεν κουνιόταν, δεν έκανε τίποτα. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Άνοιξα το πορτάκι και τον πήρα στην χούφτα μου. Τα δάκρυα δεν άργησαν να έρθουν. Ο Χερ Χάινερ ήταν νεκρός. Η γιαγιά μόλις με άκουσε έτρεξε αμέσως κοντά μου.
-Τι έγινε Κωνσταντίνα;
-Πέθανε Φάρμουρ, πέθανε...
-Γιατί; Πότε;
-Δεν ξέρω Φάρμουρ. Φύγε σε παρακαλώ. Άσε με λίγο μόνη μου.
-Θέλεις να σου φέρω τίποτα; Ένα γάλα παγωμένο;
-Βάλε μου ένα ποτήρι και θα έρθω σε λίγο στην κουζίνα να το πιω.
   Παράξενη συμπεριφορά. Φένεται δε θέλει να με κάνει χειρότερα. Τώρα το τελευταίο που θέλω να σκέφτομαι είναι η συμπεριφορά της Φάρμουρ. Έπρεπε να δω τι θα κάνω με τον Χερ Χάινερ. Νιώθω τόσο μόνη χωρίς αυτόν. Έτσι μου'ρχετε να πάω και να καταπιώ και τα τρία μπουκάλια με το σιρόπι, να ξεχαστώ. Και ο Λουμίνης; Πού είναι τώρα που τον χρειάζομαι; Θέλω να τον δω, να τον αγκαλιάσω. Δε με νοιάζει που με πρόδωσε. Τον σκέφτομαι συνέχει. Έχει κολλήσει στο μυαλό μου η μορφή του, με τα λουσμένα μαλλιά που είχαν χρώμα μελί. Πόσο όμορφος είσαι Λουμίνη όταν λούζεις τα μαλλιά σου. Έβαλα τον Χερ Χάινερ πίσω στο σπιτάκι του και πήγα να πιω το παγωμένο γάλα που με περίμενε.
-Φάρμουρ, θέλω να μου κάνεις μια χάρη
-Τι χάρη;
-Θέλω το απόγευμα να πάμε με τις Ασπασίες να θάψουμε τον Χερ Χάινερ.
-Σιγά μη του πάρουμε και φέρετρο, αστιέυτηκε θέλωντας να κάνει το κλίμα λίγο πιο ευχάριστο.
-Φάρμουρ, μιλάω σοβαρά. Σε παρακαλώ...
-Καλά, καλά, εντάξει. Θα πάμε. Υπάρχει ένα λοφάκι κοντά στο σπίτι της μικρής Ασπασίας.
-Ευχαριστώ Φάρμουρ, είπα τελειώνωντας και την τελευταία γουλιά από το γάλα μου και έτρεξα και πάλι στο δωμάτιο μου. Μετά από λίγο την άκουσα να τηλεφωνεί στις Ασπασίες για να έρθουν πιο νωρίς απ' ότι είχαν κανονίσει. Ήσυχη για λίγο έπεσα στο κραβάτι μου και ξανακοιμήθηκα.
   Ξυπνάω από τις φωνές. Πέντε η ώρα. Η Φάρμουρ πλησιάζει στο δωμάτιο, λες και είχε βάλει κάμερα και είδε πως ξύπνησα.
-Κωνσταντίνα, σήκω! Ετοιμάσου σιγά-σιγά για να φύγουμε.
Σηκώθηκα, έβαλα ένα παντελόνι και μία μπλούζα στα γρήγορα, πήρα τον Χερ Χάινερ με το κλουβί του και βγήκα στο σαλόνι.
-Καλώς τη!
-Καλώς τη!
-Καλώς τη!
Οι τρεις Ασπασίες σαν χορωδία με χαιρέτησαν με ένα πλατύ χαμόγελο. Ανταπέδωσα και εγώ, και άφησα το κλουβάκι του Χερ Χάινερ στο πλάι.
-Κόλυβα κάνατε; αστειέυτηκε η παχουλή Ασπασία.
Ντριιιν, το κουδούνι. Ποιος να΄ναι τέτοια ώρα;
Η Φάρμουρ πήγε βιαστικά στην πόρτα και άνοιξε.
-Γεια σας, είναι η Κωνσταντίνα εδώ;
-Εδώ είναι. Ποιος είσαι;
Ναι, ήταν ο Λουμίνης. Έτρεξα στην πόρτα και τον είδα. Δεν το πίστευα! Τα μαλλιά του φρεσκολουσμένα, έλαμπαν και τα μάτια του, τόσο όμορφα...
-Πέρνα μέσα, του είπα.
Εκείνος πέρασε και εγώ τον οδήγησα στο δωμάτιό μου.
Οι Ασπασίες κοιτούσαν γεμάτες απορία, το ίδιο και η Φάρμουρ.
-Θα σας εξηγήσω αργότερα, τους είπα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
-Συγνώμη αν...
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, κι εγώ, τόσο αυθόρμητα χώθηκα στην αγκαλιά του.
-Τι έγινε; Τι κάνεις; με ρωτάει.
-Μου έλειψες. Σε παρακαλώ, μη με ξαναφήσεις μόνη μου, σε χρειάζομαι. Πες μου σε παρακαλώ ότι μου έφερες χαπάκι. Θέλω να μην θυμάμαι τίποτα, έστω και για λίγο. Πέθανε ο Χερ Χάινερ, το χαμστεράκι μου. Τώρα νιώθω πιο μόνη από ποτέ και χωρίς εσένα δεν θα...
-Σταμάτα, μη λες άλλα. Δε μπορώ να ακούσω τίποτα πια. Όχι δε σου έφερα χαπάκι κι ούτε πρόκειται να σου ξαναφέρω. Ήταν μεγάλο λάθος. Δεν έπρεπε να σε ανακατέψω σ'αυτό. Δες σε τι κατάσταση σε έφερα. Εγώ φταίω για όλα. Δε θ'αντέξω για πολύ, το ξέρω. Ο οργανισμός μου τον τελευταίο καιρό μου ζητάει όλο και περισσότερες δόσεις. Γι'αυτό θέλω να σου δώσω κάτι, σε περίπτωση που...
-Πού; Όχι. Δεν θα σ'αφήσω να φύγεις. Θα μείνεις εδώ, μαζί μου. Όσο για το χαπάκι, ναι, έχεις δίκιο. Δεν έπρεπε να το πάρω ποτέ. Αλλά δε φταις εσύ. Ό,τι έκανα το έκανα με δική μου θέληση. Εσύ ποτέ δε με πίεσες να κάνω κάτι που δε θέλω. Λοιπόν, έχω μια ιδέα και σίγουρα όλοι θα μας βοηθήσουν στο να τη πραγματοποιήσω. Θα μ'ακούσεις;
-Ναι. Πάρε πρώτα αυτό όμως.
Τότε βγάζει το μεταγιόν που είχε στο λαιμό του, με το πέτσινο λουρί, τον λύκο και την τρύπα στη μέση και το αφήνει στη χούφτα μου.
-Γιατί μου το δίνεις αυτό; τον ρώτησα.
-Θέλω να το κρατήσεις, έτσι ώστε σε περίπτωση που γίνει το οτιδήποτε να το έχεις, να με θυμάσαι.
-Τίποτα δε θα γίνει, μη το ξαναπείς αυτό. Θα κάνουμε αυτό που θα σου πω. Άκουσε με, δεν έχουμε πολύ ώρα γιατί πρέπει να πάμε να θάψουμε τον Χερ Χάινερ. Οι δικοί μου, μου πρότειναν να πάω σε κάποιους ειδικούς για να με βοηθήσουν. Στην αρχή, μόλις μου το είπαν τα έβαλα μαζί τους και αρνήθηκα, μα αυτή η σκέψη ορίμασε μέσα μου και σκέφτηκα πως αυτό είναι το σωστό. Αυτό θα κάνουμε, δεν δέχομαι αντίρριση. Λου...Σταύρο, πρέπει να με ακούσεις, αυτό είναι το σωστό.
-Άκου μικρή, αυτό είναι το σωστό για σένα. Εγώ έχω πάρει την κάτω βόλτα και είναι πια αργά για να γυρίσω. Το ξέρω πως αυτό δε θα βγάλει πουθενά. Τσάμπα θα ταλαιπωρηθώ.
-Αν το θέλεις πραγματικά θα γίνει, πίστεψέ με. Μπορεί να είμαι μικρή, αλλά ξέρω κάποια πράγματα. Θα είμαστε μαζί σ'αυτό, δε θα σ'αφήσω, στο υπόσχομαι. Θα σε στηρίξω και θα με στηρίξεις.
-Αχ ρε μικρό, δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα. Χρειάζονται λεφτά και εγώ δεν έχω.
-Ξέχνα τα λεφτά, αυτό το κανονίζω εγώ και οι δικοί μου. Θες να προσπαθήσουμε; Πες μου ναι, σε παρακαλώ. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο καλό θα μου κάνει. Είναι καιρός να αλλάξουμε ζωή. Εσύ περισσότερο. Δε θες να τ'αφήσουμε όλα πίσω; Δε θες να είσαι και πάλι υγειής; Να μην ξαναχρειαστεί να τρυπηθείς; Να μπορείς επιτέλους να ξαναπαίζεις ήσυχος το πιάνο σου; Άκουσέ με, όλα θα είναι καλύτερα.
Τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Πόσο όμορφος ήταν. Τον τράβηξα στην αγκαλιά μου και αμέσως ένιωσα τα δάκρυα του καυτά, να τρέχουν πάνω στην πιτζάμα μου. Του χάιδεψα τα μαλλιά, πόσο απαλά ήταν.
-Λοιπόν, θα το κάνουμε; τον ξαναρωτάω.
-Τι να πω...Ας το κάνουμε.
   Εκείνη η στιγμή ήταν η καλύτερη της ζωής μου. Ξέχασα και τον Χερ Χάινερ, και τους γονείς μου και όλα. Όλα! Από εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε μια νέα ζωή για εμάς.Τον πήρα από το χέρι και βγήκαμε έξω.
   Οι Ασπασίες και η Φάρμουρ, μας κοιτούσαν με ένα επίμονο βλέμμα και τις ευχαρίστησα πολύ που ήρθαν αμέσως όταν τους το ζήτησα, αλλά στη κηδεία του χερ Χάινερ θα πήγαινα με τον Λουμίνη. Τους είπα επίσης και να τηλεφωνήσουν στο κύριο Μπένο και τη Μαρίνα.
-Δε θα πάτε μόνοι σας, είπε η Φάρμουρ μα η Ασπασία που <<στύβει την πέτρα>> της έριξε ένα άγριο βλέμμα κι εκείνη δεν ξαναμίλησε.
   Βγήκαμε από το σπίτι και με τον χερ Χάινερ στο κλουβάκι περπατούσαμε αμίλητοι, πιασμένοι χέρι-χέρι. Η κατεύθυνση προς το λοφάκι ήταν στο δρόμο στον οποίο βρισκόταν το σπίτι της Λαίδης Ντι. Όταν περάσαμε απ'έξω, είδαμε κόσμο μαζεμένο. Σταματήσαμε να ρωτήσουμε τι συμβαίνει.
-Βρήκαν μια κοπέλα νεκρή, από υπερβολική δόση. Είχε μία σύρρηγα καρφωμένη στο πόδι και ένα λαστιχάκι. Ανέβηκαν πάνω αστυνομικοί και νοσοκόμοι. Δεν γνωρίζω τίποτα παραπάνω.
   Εμείς μη μπορώντας να πιστέψουμε στα αυτιά μας, κοιταχτήκαμε και προχωρήσαμε προς τον προορισμό μας.
-Ήταν αναμενόμενο, είπε ο Λουμίνης.
-Ναι, αλλά τόσο γρήγορα;
-Κάποια στιγμή θα γινόταν. Καλύτερα έτσι.
-Δεν στεναχωρήθηκες καθόλου;
   Δεν μου απάντησε. Ο ίδιος Λουμίνης, που ποτέ δεν απαντούσε στις ερωτήσεις που του έκανα.
   Φτάσαμε. Ανηφορίζουμε το λοφάκι και πηγαίνουμε σε μια άκρη. Βάζουμε τα γάντια μας και αρχίζουμε να σκάβουμε μια μικρή γούρνα. Μετά από λίγο όλα ήταν έτοιμα και ο χερ Χάινερ κάτω από το χώμα. Το πόσο πόνεσα όταν τον είδα έτσι δεν περιγράφεται. όμως ένιωθα δυνατή καθώς δίπλα μου ήταν αυτός...Και τότε, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
   Φτάνουμε στο σπίτι. Ήρθε η ώρα της αλήθειας, σκέφτομαι έντρομη. Μπαίνουμε μέσα. Εκεί μας περιμένουν όλοι. Φάρμουρ, Ασπασίες, Βασίλης, Μαρίνα.
-Καλώς τους, είπε η Φάρμουρ πρώτη-πρώτη. Καθήστε. Αγόρι μου, θες να πιεις κάτι; Εσύ Κωνσταντίνα;
-Όχι ευχαριστώ, είπε εκείνος.
Όχι έγνεψα κι εγώ και της είπα να καθήσει. Όλοι με κοιτούσαν επίμονα ζητώντας μου με το βλέμμα τους να τους τα πω όλα. Και έτσι άρχισα να τους διηγούμε τα πάντα. Αυτό που έπρεπε να είχα κάνει απ'την αρχή. Όλα όσα συνέβησαν από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα. Όλα όσα συνέβησαν αυτό το διάστημα. Για τους Γερμανούς, τον Λουμίνη, τη Λαίδη Ντι, την κουκουβάγια, ΤΑ ΧΑΠΑΚΙΑ! Όλοι βιάστηκαν να κατηγωρήσουν τον Λουμίνη μα εγώ τους εξήγησα πως δεν έφταιγε εκείνος για ό,τι έγινε και πως με βοήθησε πολύ. Τους εξήγησα το πόσο καλό μου έκανε που τον γνώρισα και πως τον αγαπάω πολύ. Και για το τέλος τους κράτησα το καλύτερο. Τους ανακοίνωσα πως αποφάσισα να βοηθηθώ από τους γιατρούς που ήθελαν να με στείλουν και μαζί με εμένα και ο Λουμίνης. Όλοι τότε χαμογέλασαν και χάρηκαν πολύ. Περισσότερο όμως χάρηκε η Φάρμουρ μου. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει και το βλέμμα της ήταν τόσο τρυφερό. Τελικά μπορώ να πω πως μ'αγαπάει λίγο. Όχι μόνο αυτή όμως. Έχω κοντά μου ανθρώπους που νοιάζονται για εμένα. Μα αυτή τη στιγμή θα ήθελα τους γονείς όσο τίποτα άλλο κοντά μου. Αχ πόσο μου λείπουν. Δε θέλω να τους σκέφτομαι τώρα, όχι τώρα. Τώρα το μόνο που θέλω να σκέφτομαι είναι η νέα μου ζωή που ξεκινάει από αύριο. Θέλω να γίνω το καλύτερο κορίτσι και φυσικά να ''γιατρεφτώ''. Τέλος τα χάπια, τέλος όλα. Κλείνω τα μάτια και βλέπω την παλιά μου ζωή να απομακρύνεται, να φεύγει, τυλιγμένη μέσα σε ιστούς αράχνης...!

Τάνια - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


…Η ψυχολογική υποστήριξη είχε συνεχιστεί  για εβδομάδες .Ο κύριος  Βασίλης και η κοπέλα του με επισκεπτόταν όλο και  πιο συχνά !Πολλές φορές έμεναν  μαζί μας για μεσημεριανό ,και γεύονταν με ευχαρίστηση τις νοστιμιές της Φάρμουρ !Και φυσικά ήταν και οι τρείς Ασπασίες  μαζί μας !Μάλιστα ,η Ασπασία που ‘’στύβει πέτρα’’ μου είπε :Να εύχεσαι να κληρονομήσεις την προκοπή της γιαγιάς σου !Στην Αντίσταση δεν άφησε στρατιώτη ατάιστο !Όσοι ζούν , έχουν να λεν για τα γεμιστά της !’’Αν και δεν ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα !Μπορεί  στους πρώτους μήνες της παραμονής μου στην Ελλάδα να μην την συμπαθούσα ,αλλά ποτέ δεν έμεινα νηστική ή βρώμικη !Η πραγματική μου κατρακύλα άρχισε  όταν μπλέχτηκα με τα ναρκωτικά !Δε λουζόμουν συχνά ,φορούσα το ίδιο λεκιασμένο μπλουζάκι για μέρες …Όταν ήμουν στη Γερμανία ,ποτέ δε φορούσα το ίδιο μπλουζάκι για τρίτη φορά στη σειρά !Αχ Σίγκριτ μου και να με έβλεπες !Δεν θα με γνώριζες !
           Κάθε μέρα είναι σκέτο βάσανο !Νιώθω ένα κενό μέσα μου !Μια εγκατάλειψη !Η κοπέλα του κυρίου Βασίλη με είχε προειδοποιήσει  για αυτό !’’Ο πόνος θα είναι ασταμάτητος !Και δεν εννοώ τον σωματικό !Τα νεύρα σου θα είναι λίγο τσιτωμένα για τους επόμενους μήνες ! Είσαι σίγουρη πως δεν θες να συμβουλευτείς κάποιον ειδικό ?Είμαι σίγουρη πως θα σε βοηθήσει πολύ !Και θα είμαστε όλοι δίπλα σου και θα σε στιρίξουμε ότι κι αν αποφασίσεις !''
Οι μέρες κυλούσαν σαν νερό. Όταν ξυπνούσα ήταν πάντα βράδυ. Λες και έπαψε ο ήλιος να ανατέλει πια για μένα. Πονούσα. Πονούσα πολύ. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο εκτός από αυτά τα αναθεματισμένα μπλε χαπάκια !Όμως ,ήμουν αποφασισμένη !Δεν θα το άφηνα να με κερδίσει !Ποτέ ξανά !Η γιαγιά μου δεν εγκατέλειψε ποτέ τις προσπάθειες για να με πείσει να πάω σε γιατρό. Και σκέφτομαι σοβαρά να πάω !Δεν έχω τίποτα να χάσω !Στο μεταξύ ,ο μπαμπάς και η μαμά μου τηλεφωνούσαν συχνά !Συμφωνήσαμε να μην τους πούμε τίποτα για την περιπέτειά μου. Θα ξεμπλέξω χωρίς να τους ανησυχήσω κι αυτούς !Και η μαμά τώρα που έχει το μωρό δεν πρέπει να στενοχωριέται !Ο μπαμπάς μου είπε στο πιο πρόσφατο τηλεφώνημά του:' 'Κωνσταντινιώ μου σύντομα θα αναρρώσω πλήρως και θα έρθω Ελλάδα να σε δώ !''ΩΧ αυτό μας έλειπε τώρα. Τα μπάλωσα βιαστικά: ''Όχι, όχι μπαμπάκα μου !Δεν πειράζει !Θα περιμένουμε μέχρι να τελειώσει η χρονιά και θα ανέβω εγώ Γερμανία !''Ελπίζω δηλαδή να έχω ξεμπλέξει μέχρι τότε !
  Ξεκίνησα θεραπεία αποτοξίνωσης !!!.Δεν ήταν τόσο δύσκολο τελικά !Ο γιατρός με ρωτούσε αρχικά για τα παιδικά μου χρόνια ,για τη ζωή μου στη Γερμανία, για το διαζύγιο των γονιών μου...Το σημείο που με πόνεσε περισσότερο όμως, ήταν ο λόγος που με οδήγησε στα ναρκωτικά .Όταν ανήγγειλε την διάγνωση ήταν και η Φάρμουρ μπροστά.
''Το παιδί ήταν απεγνωσμένο !Ήρθε σε ένα ξένο, ουσιαστικά, π περιβάλλον, και το θεωρούσε αφιλόξενο !Επιπλέον, ήταν και το διαζύγιο των γονιών της !Δεν μπορούσε να συνηθίσει στην ιδέα ότι οι γονείς της δεν θα ζούν μαζί. Και το γεγονός οτι ο πατέρας της παντρεύτηκε μια γυναίκα η οποία είχε ήδη ένα παιδί ,την έκανε να νιώσει πως είναι στο περιθώριο !Τα ναρκωτικά την έκαναν να νιώσει πιο ανάλαφρη, πιο ελεύθερη ,ατρόμητη !Πίστευε πως ήταν άτρωτη και πως μπορούσε να κάνει τα πάντα !Χωρίς καν να το καταλάβει βρέθηκε μπλεγμένη στο πιο άσχημο παιγνίδι που μπορούσε να της παίξει η μοίρα ''μα δεν θα πεις τίποτα :'''όχι Φάρμουρ. Τίποτα...' Η γιαγιά μου ένοιωθε τις τύψεις να την κυνηγούν. Μου ζήτησε συγγνώμη και με έσφιξε στην αγκαλιά της. Ξεσπάσαμε και οι δύο σε ένα λυτρωτικό κλάμα !....Οι θεραπείες συνεχίστηκαν....
                   ΜΑΊΟΣ
Λίγο πριν της εξετάσεις....
Ο εθισμός σταμάτησε! Δεν πονάω πιά! Και πάλι όλοι μαζί στο σπίτι της Φάρμουρ, ο κύριος Βασίλης με την κοπέλα του, να τσουγκρίζουμε τα ποτηράκια με κρασί ευτυχισμένοι !Συνεννοήθηκα με τον μπαμπά να με παραλάβει από το αεροδρόμιο...Σε τρείς μέρες φεύγω ! Ολοι μου ευχύθηκαν καλό ταξίδι!Θα μου λείψει η Φάρμουρ ! Και ο κύριος Βασίλης! Και οι τρείς Ασπασίες! Αν και δεν νομίζω να ξαναδώ τον Σταύρο ποτέ. Ελπίζω να ξεμπλέξει. Τον αγάπησα πολύ. Νομίζω. Εκτός κι αν αυτό δεν ήταν έρωτας αλλά εξάρτηση !
                                         ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ…
ΣΤΟ κεντρικό αεροδρόμιο.Το αεροπλάνο για το Ααχεν φεύγει σε πέντε λεπτά.Περιμέναμε να ακούσουμε την ανακοίνωση της αναχώρησής της. Εγώ .Η Φάρμουρ.  Οι τρείς Ασπασίες.Κοιτούσα αδιάφορα τριγύρο .Ξάφνου είδα κάποιον που μου έμοιαζε γνωστός… !Σαν τον… Ναι! Ναι , ήταν  ο Σταύρος !Ο Σταύρος του πιάνου όμως !Με το καθαρό του πρόσωπο και τα λαμπερά του μαλλιά !’’Μα καλά πώς ήξερες ότι φεύγω ;’’ τον  ρώτησα. ‘’Ρωτώντας πας στην πόλη !Ρωτησα τον κύριο Βασίλη και μου είπε πως φεύγεις !Ηθελα να σε αποχερετήσω !’’μου είπε’’Πώς είσαι ; ‘’τον ρώτησα.’’Εγώ καλά!ΕΣΥ πως είσαι!’’μου απάντησε.’’Ελευθερώθηκα  Λουμίνη, ελευθερώθηκα!!!’’ του είπα. ‘’Εσύ;’’
‘’Κι εγώ’’ μου είπε γελώντας ‘’Μεθαύριο φεύγω Γερμανία!’’ Δυστυχώς έπρεπε να φύγω.Το αεροπλάνο απογειωνόταν… Τον αποχαιρέτησα με ένα θερμό φιλί στο μάγουλο και του ευχήθηκα καλή ζωή. Όπως ευχήθηκα και στις τέσσερις γυναίκες π ου με συνόδευαν. Θα μου λείψουν!
Άαχεν
 Μετά από μίαμιση ώρα πτήσης το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Άαχεν. Εκεί με περίμενε ο πατέρας μου. Τότε κατάλαβα πόσο πολύ μου είχε λείψει αλλά και πόσο του έλειψα κι εγώ. Τα μαλλιά μου είχαν φτάσει λίγο πιο πάνω από τους ώμους μου οπότε δεν ήρθε αντιμέτωπος με το φριχτό φαλακρό κεφάλι μου. Σε λίγο θα βρισκόμασταν στο σπίτι της μαμάς, θα έβλεπα το αδερφάκι μου!! Το κρεβάτι με την κουνουπιέρα με περίμενε στο σπίτι της. Θα πηγαίναμε στην Άννα Στράσσε οι τρεις μας για σοκολάτα. Δεν έμαθαν ποτέ για τα ναρκωτικά και εγώ συνέχισα να ζω ξένιαστη,  με τη Σίγκριτ πάντα στο πλευρό μου. Να ξεχνώ σιγά σιγά τις σκιές του παρελθόντος.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Ραφαήλ - Ανίσχυρος Άγγελος


Η  Αγγέλα πήγαινε  να βρει τον Τάσο για να του πει πως ο νονός της της είπε ότι ο πατέρας της θα μείνει για πάντα στη φυλακή. Καθώς λοιπόν πηγαίνει να τον βρει, στη διαδρομή λίγο πριν το σπίτι του, μια ομάδα κουκουλοφόρων της ρίχνουν δακρυγόνα  και της πετούν διάφορα σπασμένα αντικείμενα. Η Αγγέλα τραυματίζεται και πέφτει λιπόθυμη.
Μετά από λίγη ώρα ο Τάσος προχωρώντας έξω από το σπίτι του τη βρίσκει μέσα στα αίματα. Κατευθείαν τη  μεταφέρει με τους γονείς του σε ένα νοσοκομείο. Καθώς οι γιατροί την εξέταζαν εκείνος επικοινωνεί με τον νονό της Μήτσο Σαρμπάνη και του λέει να έρθει γρήγορα.
Αφού φτάσει στο νοσοκομείο ψάχνει και βρίσκει τον Τάσο μαζί με τους γονείς του. Ρωτά τι συνέβη και πως έγινε αυτό.
Εκείνη τη στιγμή οι γιατροί τους καθησυχάζουν λέγοντας τους πως η Αγγέλα είναι καλά και πως δεν έχει τίποτα άλλο εκτός από κάνα δυο μικρές πληγές.
Την επόμενη μέρα η Αγγέλα βρίσκεται στο σπίτι της και μαζί της είναι η μητέρα, ο θείος, η θεία της και ο νονός της. Η μητέρα της παίρνει την απόφαση να της πει πως θα φύγουν στο εξωτερικό για κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.
Η Αγγέλα δεν φέρνει αντίρρηση αλλά ζητά να τους ακολουθήσει και ο Τάσος. Η μητέρα της το δέχεται και της λέει να τους τηλεφωνήσει. Αφού η Αγγέλα τηλεφωνήσει στον Τάσο και του πει τι θα γίνει, εκείνος της λέει πως θα πάει μαζί τους αφού είναι επιθυμία της.
Έτσι την επόμενη μέρα οι τρεις τους θα έφευγαν για το εξωτερικό.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Έλντα - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


Ενώ η γιαγιά της και τρεις Ασπασίες έψαχναν στα φυλλάδια για να βρουν κάποιον ειδικό για να θεραπεύσει την Κωνσταντίνα eκείνη σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι την στιγμή που πλησίασε άκουσε τη γιαγιά της να λέει πως αν η Κωνσταντίνα δεν γίνει σύντομα καλά θα αναγκαστεί να την στείλει σε κάποια κλινική για ανθρώπους εθισμένους σε ουσίες. Όταν η Κωνσταντίνα το άκουσε αυτό έτρεξε στο δωμάτιο της και άρχισε να κλαίει  λίγο αργότερα δεν μπορούσε να αναπνεύσει τόσο καλά. Ξαφνικά άρχισε να ζαλίζεται, η γιαγιά της την ακούει  και πηγαίνει στο δωμάτιο της να δει αν όλα είναι καλά. Μπαίνοντας μέσα είδε την Κωνσταντίνα κατακόκκινη και τυλιγμένη σχεδόν ολόκληρη με ιστούς από αράχνες. Ενώ η γιαγιά της προσπαθούσε να την βγάλει από τους ιστούς η Κωνσταντίνα άρχισε να συνέρχεται και λέει στην γιαγιά της πως δεν θέλει να πάει σε κλινική και ότι θα προσπαθήσει να αλλάξει. Η γιαγιά της άρχισε να την συμπαθεί και να την αγαπά. Την πήρε αγκαλιά και της λέει: «Κωνσταντίνα μου εγώ θα σε βοηθήσω αλλά πρέπει κι εσύ να βοηθήσεις τον εαυτό σου». Η Κωνσταντίνα της υποσχέθηκε πως θα αλλάξει.
Την επόμενη μέρα η γιαγιά της μαζί με τις Ασπασίες τηλεφωνούν σε μια ειδικό και την ρωτάνε αν θα μπορούσε να επισκέπτεται την Κωνσταντίνα στο σπίτι γιατί είναι πολύ άρρωστη. Αργότερα αργά το απόγευμα έρχεται η ειδικός για να δει την Κωνσταντίνα αλλά εκείνη στην αρχή δεν ήθελε να την δει γιατί έλεγε πως μπορεί και μόνη της να τα καταφέρει. Όμως η γιαγιά της κατάφερε να την μεταπείσει πως θα της κάνει καλό να μιλήσει στην ειδικό. Τελικά η Κωνσταντίνα την δέχεται αρχίζουν να μιλάνε η ειδικός κ. Μαρία Παπαδοπούλου ρωτούσε την Κωνσταντίνα τι; Πως; Ποιος; Γιατί; Εκείνη απαντούσε με πολύ άνεση σαν να ήταν η μητέρα της. Αυτό συνεχίστηκε για περίπου ένα μήνα. Όλο αυτό τον καιρό η Κωνσταντίνα ανάρρωνε κι γίνονταν όλο πιο δυνατή. Έτσι μπορούσε και έβγαινε καμιά βόλτα στον κήπο της γιαγιάς της. Μια μέρα η Κωνσταντίνα αποφάσισε να πάει μια βόλτα στο πα΄ρκο αλλά εκεί συνάντησε έναν από τους παλιούς τους της φίλους., εκείνος την είδε και πήγε κοντά να της μιλήσει όμως η Κωνσταντίνα γύρισε από την άλλη και συνέχισε τη βόλτα της. Εκείνος όμως δεν τα παράτησε και έτρεξε πάλι κοντά της. Τελικά η Κωνσταντίνα σταμάτησε και τον χαιρέτησε, εκείνος της ρωτούσε άλλα, η Κωνσταντίνα δεν ήθελε να του απαντήσει σε τίποτα. Έτσι τον αποχαιρέτησε κι έφυγε.
Μερικές μέρες αργότερα εκείνο το αγόρι αποφάσισε να πάει να την δει στο σπίτι της γιαγιάς της. Η Κωνσταντίνα όμως είχε πάει να δει την κ. Παπαδοπούλου για να την ρωτήσει αν χρειάζεται να κάνει και άλλες θεραπείες. Η Κωνσταντίνα τελικά είχε θεραπευτεί και έτσι επέστρεψε κι πάλι στην καθημερινότητα της. 

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Ανώνυμη - Ανίσχυρος Άγγελος


Η Αγγέλα αποφασισμένη μαζί με τον Τάσο πηγαίνουν στην οδό Περιπατητών 31 στην Κηφισιά έχει πολύ περιέργεια να δει τι υπάρχει σ’ εκείνη την οδό. Ο Τάσος δεν θέλει η Αγγέλα να πάει εκεί αλλά αφού το θέλει η Αγγέλα είναι αποφασισμένη και επιμένει πως πρέπει να μάθει τι είναι εκείνη η οδός πηγαίνει μαζί της.
Καθώς πηγαίνανε σ’ αυτή την οδό η Αγγέλα φαινόταν φοβισμένη, προβληματισμένη αλλά και αγχωμένη ήταν ανήσυχη μου κρατούσε σφιχτά το χέρι και με κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο αγωνία. Σ’ ολόκληρη την Αθήνα κυριαρχούσε ένα χάος μια κόλαση η Αγγέλα γύρισε το κεφάλι όπου πριν κοιτούσε έξω από το παράθυρο με κοίταξε με μάτια δακρυσμένα και μου είπε:
-          Γιατί συμβαίνει σ’ εμένα αυτό Τάσο;
Της είπα να σταματήσει να είναι τόσο απελπησμένη, να σκουπίσει τα δάκρυα απ’ τα μάτια της και να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά χωρίς φόβο.
Φτάσαμε στην οδό οπού έγραφε το χαρτάκι. Η Αγγέλα αποφασισμένη κατεβαίνει απ’ το αυτοκίνητο με φόρα και κλείνει δυνατά την πόρτα. Μόλις πάει να χτυπήσει το κουδούνι ανοίγει την πόρτα ένας κύριος. Εκείνη την ώρα ακούγεται ένας θόρυβος η Αγγέλα ξυπνάει και συνειδητοποιεί πως όλα αυτά ήταν ένα άσχημο όνειρο ή αλλιώς ένας εφιάλτης. Σηκώθηκε με κλάμα, ανήσυχη και διηγήθηκε το όνειρο της στην οικογένεια της.
-          Πάει πέρασε… «της είπε ο πατέρας της» … όνειρο ήτανε και ξύπνησες τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει στην πραγματικότητα, πως είναι δυνατόν να σκοτώσω εγώ ένα παιδί;
-          Τρόμαξα πολύ μ’ αυτόν τον εφιάλτη.
-          Πιστεύω πως οι ταινίες που βλέπεις σε επηρεάζουν αρνητικά είναι καιρός να αρχίσεις να βγαίνεις και να κάνεις παρέα με παιδιά της ηλικίας σου και όχι να βλέπεις τέτοιου είδους ταινίες.
-          Έχεις δίκαιο πατέρα, αυτό θα κάνω, όντως επηρεάστηκα πάρα πολύ.
Η Αγγέλα ανακουφίστηκε πως όλα αυτά ήτανε ένα όνειρο και όχι η πραγματικότητα. Σκέφτηκε «πάει πέρασε όνειρο ήταν που ήρθε κι έφυγε». Ντύθηκε λοιπόν αμέσως και ξεκίνησε για το σχολείο χαρούμενη κι ευτυχισμένη που η ζωή της ήταν τόσο όμορφη κ ι όλα αυτά ήταν εφιάλτες.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Μαρία - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


  Άλλη μια νύχτα πέρασε ξανά με έναν γλυκό ύπνο όπως συνηθίζεται τον τελευταίο καιρό. Αυτό το βράδυ κάτι ήταν, λίγο διαφορετικό από τα προηγούμενα. Ονειρεύτηκα. Ονειρεύτηκα όλη μου τη ζωή αφαιρώντας αυτόν τον χρόνο τον τόσο περίπλοκο και αλλόκοτο. Πρόσθετα όμως και κομμάτια του μέλλοντος τα οποία απεικόνιζαν μια όμορφη και δεμένη οικογένεια των τεσσάρων μελών στο Άαχεν. Ήμασταν εμείς. Ήταν η δική μου οικογένεια. Με την μαμά, τον μπαμπά, την Φάρμουρ και εμένα ενωμένους και αχώριστους.
    Ακούω βήματα και λέω να κάνω πως κοιμάμαι αλλά δεν προλαβαίνω. Ανοίγει η μισόκλειστη πόρτα του δωματίου μου, του κλουβιού μου και εισβάλει μέσα με φόρα η Φάρμουρ.
     -Καλημέρα Κωνσταντίνα! Πώς νιώθεις; Φαίνεσαι λίγο ταραγμένη. Συνέβη τίποτε;
  Τι όμορφη φωνή. Τόσο γλυκιά και γαλήνια που με ταξίδεψε σε άγνωστους μα τόσο ευχάριστους καιρούς. Επανέλαβε την πρόταση της άλλες δύο φορές. Όπως συνηθίζονταν άλλωστε. Τελικά πήρα την απόφαση να κάνω πέρα το ζεστό πάπλωμα και να σηκωθώ από το στενό μου κρεβάτι.
      -Καλά είμαι ευχαριστώ.
      -Θες να σου φέρω να φας εδώ ή θα περάσεις μέσα;
       -Θες να σου φέρω να φας εδώ ή θα περάσεις μέσα;   
       -Θες να σου φέρω να φας εδώ ή θα περάσεις μέσα;
        -Δεν έχω και πολύ όρεξη.
        -Πρέπει να φας όπως και να χει. Θα περάσει και ο γιατρός να σε δει μετά και πρέπει να έχεις φάει κάτι.
       -Καλά. Της απάντησα, για να με αφήσει και να ηρεμήσω λίγο.
Δεν πρόλαβα να βγω από το μπάνιο και ξάφνου ακούστηκε μια αντρική φωνή. Ήταν σχετικά γνώριμη στα αυτιά μου, αλλά διάφοροι παράγοντες στεκόταν εμπόδιο στο να καταλάβω ποιος μιλούσε με την Φάρμουρ.
     -Κωνσταντίνα; Η Φάρμουρ είναι. Έλα ήρθε ο γιατρός!
Της απάντησα με την πρώτη και της είπα πως σε  μισό λεπτό είμαι εκεί και η φωνή μου ήταν αδύναμη σαν την φωνή μιας νέας Κωνσταντίνας. Δεν ήταν δειλή , ούτε έλεγε ψέματα. Ήταν φρέσκια και καινούρια παρά την αδυναμία της.
     Ντριν , ντριν το κουδούνι, ξανά. Ποιος να είναι άραγε τόσο νωρίς; Τώρα ακούω τρεις διαφορετικές φωνές. Οι Ασπασίες είναι. Γνώριζαν μάλλον, για την επίσκεψη του γιατρού και θέλησαν να μάθουν πως είμαι, από ιατρική άποψη. Κάνω την είσοδό μου στο χώρο που ήταν όλοι μαζεμένοι και όλοι μαζί είπαν με μια αλλά και πολλές φωνές.
       -Καλημέρα Κωνσταντίνα. Πώς είσαι σήμερα;
Νομίζω ότι η έκφραση του προσώπου μου και το λαμπερό φως που πήγαζε από τα μάτια μου τους έδωσε την απάντηση που έψαχναν.
       -Κωνσταντίνα, λέει ο γιατρός, πέρασα να δω αν έχεις συνέλθει από την κόπωση και αν ο πυρετός σου έχει υποχωρήσει. Μετά από πέντε λεπτά η διάγνωσή του ήταν πως είμαι καλά και πως είμαι αρκετά δυνατή, για να επιστρέψω στα θρανία. Δεν ξέρω αν το ήθελα πραγματικά να γυρίσω, μα ήθελα πολύ να δω ένα γνώριμο και χαρούμενο πρόσωπο της ηλικίας μου δίπλα μου τώρα. Η Βίκυ δεν με επισκέφτηκε καθόλου τόσο καιρό και μπορώ να πω πως την πεθύμησα κιόλας. Μετά από ώρα ο γιατρός έφυγε και η Φάρμουρ με τις Ασπασίες πήγαν στην κουζίνα να αποφασίσουν τι να μου ετοιμάσουν για μεσημεριανό. Δεν άργησε και πολύ να φτάσει αυτή η ώρα και στο τραπέζι μας ήρθε και προστέθηκε ο Βασίλης με την Μαρίνα. Χάρηκα πολύ με αυτήν την απρόσμενη επίσκεψη. Δεν μπορώ να βρω καλύτερη στιγμή από αυτή, για να ανακοινώσω την απόφασή μου.
       -Θέλω να σας πω απευθυνόμενη σε όλους σας ότι δεν σκοπεύω να πάω σε καμία και σε κανέναν ειδικό να με βοηθήσει όσος καιρός και αν περάσει, έχω εσάς να μου συμπαραστέκεστε και να με κρατήσετε μακριά από οτιδήποτε κακό. Οι Ασπασίες έβαλαν τα δάκρυα ενώ η Φάρμουρ δάκρυσε στην προσπάθειά της να μη βάλει τα κλάματα. Ο Βασίλης απέκτησε ένα τεράστιο χαμόγελο και η Μαρίνα με κοίταξε ενθουσιασμένη.
        Πέρασαν τρεις εβδομάδες σαν νερό και ούτε που κατάλαβα τίποτα. Πλέον είμαι καλά και δεν έχω κανέναν ανάγκη εκτός από το σιρόπι, γιατί τα βρογχικά μου που ακόμα δεν έχουν πάρει την απόφαση να με αφήσουν. Δεν με πειράζει, μικρό το κόστος.
       Τον Λουμίνη δεν τον έχω ξαναδεί από τότε που με οδήγησε μέσα στην αγκαλιά του στο σπίτι της γιαγιάς Φάρμουρ. Έτσι την λέω τώρα το συμφωνήσαμε. Δεν μου χαλά χατήρι. Έκανε και το κουμάντο του ο Σταύρος και μου άφησε ένα γράμμα. Μου έλεγε πως πάει να βρει την κουκουβάγια, την Κωνσταντίνα και πως θα γινόταν εθελοντής στο νησί. Έγραψε ακόμη πως παρέδωσε την λαίδη Ντι στην αστυνομία χωρίς να εμπλέξει εμένα κυρίως,ούτε όμως και τον ίδιο. Το έκανε , για το λαστιχάκι, λέει, που με έβαλε και την περιπέτεια που πέρασα.
        Σήμερα περιμένω επισκέψεις από τη Γερμανία. Θα έρθουν όλοι. Ο μπαμπάς, η μαμά, ο χερ Χάινερ και η Σίγκριντ. Θα φάμε μαζί με τις Ασπασίες , τον Βασίλη και την Μαρίνα. Η χαρά μου απερίγραπτη και εγώ...μια νέα Κωνσταντίνα που δεν λέει ψέματα και δεν είναι ατρόμητη. Μια Κωνσταντίνα με πολλές περιπέτειες για διήγηση και ένα πολύ μεγάλο HAPPY END!
                          ΤΕΛΟΣ