Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Έλντα - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


Ενώ η γιαγιά της και τρεις Ασπασίες έψαχναν στα φυλλάδια για να βρουν κάποιον ειδικό για να θεραπεύσει την Κωνσταντίνα eκείνη σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι την στιγμή που πλησίασε άκουσε τη γιαγιά της να λέει πως αν η Κωνσταντίνα δεν γίνει σύντομα καλά θα αναγκαστεί να την στείλει σε κάποια κλινική για ανθρώπους εθισμένους σε ουσίες. Όταν η Κωνσταντίνα το άκουσε αυτό έτρεξε στο δωμάτιο της και άρχισε να κλαίει  λίγο αργότερα δεν μπορούσε να αναπνεύσει τόσο καλά. Ξαφνικά άρχισε να ζαλίζεται, η γιαγιά της την ακούει  και πηγαίνει στο δωμάτιο της να δει αν όλα είναι καλά. Μπαίνοντας μέσα είδε την Κωνσταντίνα κατακόκκινη και τυλιγμένη σχεδόν ολόκληρη με ιστούς από αράχνες. Ενώ η γιαγιά της προσπαθούσε να την βγάλει από τους ιστούς η Κωνσταντίνα άρχισε να συνέρχεται και λέει στην γιαγιά της πως δεν θέλει να πάει σε κλινική και ότι θα προσπαθήσει να αλλάξει. Η γιαγιά της άρχισε να την συμπαθεί και να την αγαπά. Την πήρε αγκαλιά και της λέει: «Κωνσταντίνα μου εγώ θα σε βοηθήσω αλλά πρέπει κι εσύ να βοηθήσεις τον εαυτό σου». Η Κωνσταντίνα της υποσχέθηκε πως θα αλλάξει.
Την επόμενη μέρα η γιαγιά της μαζί με τις Ασπασίες τηλεφωνούν σε μια ειδικό και την ρωτάνε αν θα μπορούσε να επισκέπτεται την Κωνσταντίνα στο σπίτι γιατί είναι πολύ άρρωστη. Αργότερα αργά το απόγευμα έρχεται η ειδικός για να δει την Κωνσταντίνα αλλά εκείνη στην αρχή δεν ήθελε να την δει γιατί έλεγε πως μπορεί και μόνη της να τα καταφέρει. Όμως η γιαγιά της κατάφερε να την μεταπείσει πως θα της κάνει καλό να μιλήσει στην ειδικό. Τελικά η Κωνσταντίνα την δέχεται αρχίζουν να μιλάνε η ειδικός κ. Μαρία Παπαδοπούλου ρωτούσε την Κωνσταντίνα τι; Πως; Ποιος; Γιατί; Εκείνη απαντούσε με πολύ άνεση σαν να ήταν η μητέρα της. Αυτό συνεχίστηκε για περίπου ένα μήνα. Όλο αυτό τον καιρό η Κωνσταντίνα ανάρρωνε κι γίνονταν όλο πιο δυνατή. Έτσι μπορούσε και έβγαινε καμιά βόλτα στον κήπο της γιαγιάς της. Μια μέρα η Κωνσταντίνα αποφάσισε να πάει μια βόλτα στο πα΄ρκο αλλά εκεί συνάντησε έναν από τους παλιούς τους της φίλους., εκείνος την είδε και πήγε κοντά να της μιλήσει όμως η Κωνσταντίνα γύρισε από την άλλη και συνέχισε τη βόλτα της. Εκείνος όμως δεν τα παράτησε και έτρεξε πάλι κοντά της. Τελικά η Κωνσταντίνα σταμάτησε και τον χαιρέτησε, εκείνος της ρωτούσε άλλα, η Κωνσταντίνα δεν ήθελε να του απαντήσει σε τίποτα. Έτσι τον αποχαιρέτησε κι έφυγε.
Μερικές μέρες αργότερα εκείνο το αγόρι αποφάσισε να πάει να την δει στο σπίτι της γιαγιάς της. Η Κωνσταντίνα όμως είχε πάει να δει την κ. Παπαδοπούλου για να την ρωτήσει αν χρειάζεται να κάνει και άλλες θεραπείες. Η Κωνσταντίνα τελικά είχε θεραπευτεί και έτσι επέστρεψε κι πάλι στην καθημερινότητα της. 

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Ανώνυμη - Ανίσχυρος Άγγελος


Η Αγγέλα αποφασισμένη μαζί με τον Τάσο πηγαίνουν στην οδό Περιπατητών 31 στην Κηφισιά έχει πολύ περιέργεια να δει τι υπάρχει σ’ εκείνη την οδό. Ο Τάσος δεν θέλει η Αγγέλα να πάει εκεί αλλά αφού το θέλει η Αγγέλα είναι αποφασισμένη και επιμένει πως πρέπει να μάθει τι είναι εκείνη η οδός πηγαίνει μαζί της.
Καθώς πηγαίνανε σ’ αυτή την οδό η Αγγέλα φαινόταν φοβισμένη, προβληματισμένη αλλά και αγχωμένη ήταν ανήσυχη μου κρατούσε σφιχτά το χέρι και με κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο αγωνία. Σ’ ολόκληρη την Αθήνα κυριαρχούσε ένα χάος μια κόλαση η Αγγέλα γύρισε το κεφάλι όπου πριν κοιτούσε έξω από το παράθυρο με κοίταξε με μάτια δακρυσμένα και μου είπε:
-          Γιατί συμβαίνει σ’ εμένα αυτό Τάσο;
Της είπα να σταματήσει να είναι τόσο απελπησμένη, να σκουπίσει τα δάκρυα απ’ τα μάτια της και να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά χωρίς φόβο.
Φτάσαμε στην οδό οπού έγραφε το χαρτάκι. Η Αγγέλα αποφασισμένη κατεβαίνει απ’ το αυτοκίνητο με φόρα και κλείνει δυνατά την πόρτα. Μόλις πάει να χτυπήσει το κουδούνι ανοίγει την πόρτα ένας κύριος. Εκείνη την ώρα ακούγεται ένας θόρυβος η Αγγέλα ξυπνάει και συνειδητοποιεί πως όλα αυτά ήταν ένα άσχημο όνειρο ή αλλιώς ένας εφιάλτης. Σηκώθηκε με κλάμα, ανήσυχη και διηγήθηκε το όνειρο της στην οικογένεια της.
-          Πάει πέρασε… «της είπε ο πατέρας της» … όνειρο ήτανε και ξύπνησες τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει στην πραγματικότητα, πως είναι δυνατόν να σκοτώσω εγώ ένα παιδί;
-          Τρόμαξα πολύ μ’ αυτόν τον εφιάλτη.
-          Πιστεύω πως οι ταινίες που βλέπεις σε επηρεάζουν αρνητικά είναι καιρός να αρχίσεις να βγαίνεις και να κάνεις παρέα με παιδιά της ηλικίας σου και όχι να βλέπεις τέτοιου είδους ταινίες.
-          Έχεις δίκαιο πατέρα, αυτό θα κάνω, όντως επηρεάστηκα πάρα πολύ.
Η Αγγέλα ανακουφίστηκε πως όλα αυτά ήτανε ένα όνειρο και όχι η πραγματικότητα. Σκέφτηκε «πάει πέρασε όνειρο ήταν που ήρθε κι έφυγε». Ντύθηκε λοιπόν αμέσως και ξεκίνησε για το σχολείο χαρούμενη κι ευτυχισμένη που η ζωή της ήταν τόσο όμορφη κ ι όλα αυτά ήταν εφιάλτες.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Μαρία - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


  Άλλη μια νύχτα πέρασε ξανά με έναν γλυκό ύπνο όπως συνηθίζεται τον τελευταίο καιρό. Αυτό το βράδυ κάτι ήταν, λίγο διαφορετικό από τα προηγούμενα. Ονειρεύτηκα. Ονειρεύτηκα όλη μου τη ζωή αφαιρώντας αυτόν τον χρόνο τον τόσο περίπλοκο και αλλόκοτο. Πρόσθετα όμως και κομμάτια του μέλλοντος τα οποία απεικόνιζαν μια όμορφη και δεμένη οικογένεια των τεσσάρων μελών στο Άαχεν. Ήμασταν εμείς. Ήταν η δική μου οικογένεια. Με την μαμά, τον μπαμπά, την Φάρμουρ και εμένα ενωμένους και αχώριστους.
    Ακούω βήματα και λέω να κάνω πως κοιμάμαι αλλά δεν προλαβαίνω. Ανοίγει η μισόκλειστη πόρτα του δωματίου μου, του κλουβιού μου και εισβάλει μέσα με φόρα η Φάρμουρ.
     -Καλημέρα Κωνσταντίνα! Πώς νιώθεις; Φαίνεσαι λίγο ταραγμένη. Συνέβη τίποτε;
  Τι όμορφη φωνή. Τόσο γλυκιά και γαλήνια που με ταξίδεψε σε άγνωστους μα τόσο ευχάριστους καιρούς. Επανέλαβε την πρόταση της άλλες δύο φορές. Όπως συνηθίζονταν άλλωστε. Τελικά πήρα την απόφαση να κάνω πέρα το ζεστό πάπλωμα και να σηκωθώ από το στενό μου κρεβάτι.
      -Καλά είμαι ευχαριστώ.
      -Θες να σου φέρω να φας εδώ ή θα περάσεις μέσα;
       -Θες να σου φέρω να φας εδώ ή θα περάσεις μέσα;   
       -Θες να σου φέρω να φας εδώ ή θα περάσεις μέσα;
        -Δεν έχω και πολύ όρεξη.
        -Πρέπει να φας όπως και να χει. Θα περάσει και ο γιατρός να σε δει μετά και πρέπει να έχεις φάει κάτι.
       -Καλά. Της απάντησα, για να με αφήσει και να ηρεμήσω λίγο.
Δεν πρόλαβα να βγω από το μπάνιο και ξάφνου ακούστηκε μια αντρική φωνή. Ήταν σχετικά γνώριμη στα αυτιά μου, αλλά διάφοροι παράγοντες στεκόταν εμπόδιο στο να καταλάβω ποιος μιλούσε με την Φάρμουρ.
     -Κωνσταντίνα; Η Φάρμουρ είναι. Έλα ήρθε ο γιατρός!
Της απάντησα με την πρώτη και της είπα πως σε  μισό λεπτό είμαι εκεί και η φωνή μου ήταν αδύναμη σαν την φωνή μιας νέας Κωνσταντίνας. Δεν ήταν δειλή , ούτε έλεγε ψέματα. Ήταν φρέσκια και καινούρια παρά την αδυναμία της.
     Ντριν , ντριν το κουδούνι, ξανά. Ποιος να είναι άραγε τόσο νωρίς; Τώρα ακούω τρεις διαφορετικές φωνές. Οι Ασπασίες είναι. Γνώριζαν μάλλον, για την επίσκεψη του γιατρού και θέλησαν να μάθουν πως είμαι, από ιατρική άποψη. Κάνω την είσοδό μου στο χώρο που ήταν όλοι μαζεμένοι και όλοι μαζί είπαν με μια αλλά και πολλές φωνές.
       -Καλημέρα Κωνσταντίνα. Πώς είσαι σήμερα;
Νομίζω ότι η έκφραση του προσώπου μου και το λαμπερό φως που πήγαζε από τα μάτια μου τους έδωσε την απάντηση που έψαχναν.
       -Κωνσταντίνα, λέει ο γιατρός, πέρασα να δω αν έχεις συνέλθει από την κόπωση και αν ο πυρετός σου έχει υποχωρήσει. Μετά από πέντε λεπτά η διάγνωσή του ήταν πως είμαι καλά και πως είμαι αρκετά δυνατή, για να επιστρέψω στα θρανία. Δεν ξέρω αν το ήθελα πραγματικά να γυρίσω, μα ήθελα πολύ να δω ένα γνώριμο και χαρούμενο πρόσωπο της ηλικίας μου δίπλα μου τώρα. Η Βίκυ δεν με επισκέφτηκε καθόλου τόσο καιρό και μπορώ να πω πως την πεθύμησα κιόλας. Μετά από ώρα ο γιατρός έφυγε και η Φάρμουρ με τις Ασπασίες πήγαν στην κουζίνα να αποφασίσουν τι να μου ετοιμάσουν για μεσημεριανό. Δεν άργησε και πολύ να φτάσει αυτή η ώρα και στο τραπέζι μας ήρθε και προστέθηκε ο Βασίλης με την Μαρίνα. Χάρηκα πολύ με αυτήν την απρόσμενη επίσκεψη. Δεν μπορώ να βρω καλύτερη στιγμή από αυτή, για να ανακοινώσω την απόφασή μου.
       -Θέλω να σας πω απευθυνόμενη σε όλους σας ότι δεν σκοπεύω να πάω σε καμία και σε κανέναν ειδικό να με βοηθήσει όσος καιρός και αν περάσει, έχω εσάς να μου συμπαραστέκεστε και να με κρατήσετε μακριά από οτιδήποτε κακό. Οι Ασπασίες έβαλαν τα δάκρυα ενώ η Φάρμουρ δάκρυσε στην προσπάθειά της να μη βάλει τα κλάματα. Ο Βασίλης απέκτησε ένα τεράστιο χαμόγελο και η Μαρίνα με κοίταξε ενθουσιασμένη.
        Πέρασαν τρεις εβδομάδες σαν νερό και ούτε που κατάλαβα τίποτα. Πλέον είμαι καλά και δεν έχω κανέναν ανάγκη εκτός από το σιρόπι, γιατί τα βρογχικά μου που ακόμα δεν έχουν πάρει την απόφαση να με αφήσουν. Δεν με πειράζει, μικρό το κόστος.
       Τον Λουμίνη δεν τον έχω ξαναδεί από τότε που με οδήγησε μέσα στην αγκαλιά του στο σπίτι της γιαγιάς Φάρμουρ. Έτσι την λέω τώρα το συμφωνήσαμε. Δεν μου χαλά χατήρι. Έκανε και το κουμάντο του ο Σταύρος και μου άφησε ένα γράμμα. Μου έλεγε πως πάει να βρει την κουκουβάγια, την Κωνσταντίνα και πως θα γινόταν εθελοντής στο νησί. Έγραψε ακόμη πως παρέδωσε την λαίδη Ντι στην αστυνομία χωρίς να εμπλέξει εμένα κυρίως,ούτε όμως και τον ίδιο. Το έκανε , για το λαστιχάκι, λέει, που με έβαλε και την περιπέτεια που πέρασα.
        Σήμερα περιμένω επισκέψεις από τη Γερμανία. Θα έρθουν όλοι. Ο μπαμπάς, η μαμά, ο χερ Χάινερ και η Σίγκριντ. Θα φάμε μαζί με τις Ασπασίες , τον Βασίλη και την Μαρίνα. Η χαρά μου απερίγραπτη και εγώ...μια νέα Κωνσταντίνα που δεν λέει ψέματα και δεν είναι ατρόμητη. Μια Κωνσταντίνα με πολλές περιπέτειες για διήγηση και ένα πολύ μεγάλο HAPPY END!
                          ΤΕΛΟΣ