Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Νέο βιβλίο κ.α.

Η ομάδα επέλεξε το δεύτερο βιβλίο που θα διαβάσει. Πρόκειται για το βιβλίο της Άλκης Ζέη "Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της". 'Ηδη η Έλντα έχει αρχίσει να το διαβάζει και σε λίγο θα πάρουν σειρά και οι υπόλοιποι.
Επίσης ξεκίνησε η συγγραφή του συλλογικού βιβλίου. Η Τάνια έγραψε το πρώτο κεφάλαιο και τολμώ να πω ότι έβαλε τις βάσεις για μια πολύ ωραία ιστορία. Ελπίζω να συνεχίσουν έτσι και οι υπόλοιποι...

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Αουρέλα - Ανίσχυρος Άγγελος


Την Αγγέλα  όλα αυτά τα άσχημα πράγματα που άκουγα για τον πατέρα της, της επηρέασαν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Άρχισε να πιστεύει πως ο πατέρας της ήθελε πραγματικά να σκοτώσει εκείνο το παιδί που ήταν ακόμα νέο μόλις 15 ετών. Εγώ σαν κάποιος ανίσχυρος Άγγελος δεν μπορούσα να βοηθήσω και πάρα πολύ… Καθώς η Αγγέλα βρισκόταν στο δωμάτιό της, ακούγεται ένας ήχος. Κάποιος χτύπησε την πόρτα του δωματίου της… ήταν ο κολλητός της φίλος Μίλτος… ή τουλάχιστον από την μεριά της Αγγέλας. Ο Μίλτος την έβλεπε με κάποιον άλλο τρόπο… ήταν τσιμπημένος μαζί της εδώ και καιρό!!!  
-Αγγέλα! Μπορώ να περάσω μέσα? Ο  Μίλτος είμαι…
-Άσημε ήσυχη, δεν θέλω να δώ κανέναν.
-Σε παρακαλώ δεν θα σε ενοχλήσω! Να σε βοηθήσω θέλω…
-Εγώ δεν χρειάζομαι καμία βοήθεια. Είμαι μια χαρά.
-Αγγέλα μην είσαι τόσο πεισματάρα άσε να μπω και σου υπόσχομαι πως αν σε ενοχλώ θα φύγω…
-Καλά! Πέρασε μέσα και κλείσε την πόρτα.
Εγώ εκείνη την στιγμή ένιωσα πολύ καλά. Επιτέλους η Αγγέλα μετά από πολύ καιρό σε κάποιον θα μιλήσει. Και ποιο πολύ χαίρομαι που αυτός ο κάποιος είναι ο Μίλτος. Την Αγγέλα φαίνεται να την επηρεάζει θετικά ο Μίλτος και δίχει ποιο ήρεμη μαζί του.
-Πώς νιώθεις Αγγέλα?
Εκείνη την στιγμή, η Αγγέλα δεν είπε τίποτα παρά μόνο πείρε μία αγκαλιά τον Μίλτο και ξέσπασε στα κλάματα…  
-Ηρέμισε όλα καλά θα πάνε! Θα δεις τον μπαμπά σου θα τον αφήσουν και πάλι ελεύθερο και θα είστε πάλι όπως παλιά. Μαζί και ευτυχισμένη.
-Και εσύ πού το  ξέρεις πως πως θα τον αφήσουν ελεύθερο και δεν θα τον αφήσουν για πάντα μέσα στην φυλακή και έτσι δεν θα τον ξαναδούμε πια ποτέ πια.
-Το ξέρω όπως το ξέρουν και πολύ άλλοι πως θα βγει από την φυλακή γιατί ο μπαμπάς σου είναι αθώος. Δεν ήθελε να σκοτώσει εκείνο το αγόρι. Ήτανε ένα ατύχημα δεν το ήθελε φυσικά…
-Μίλτο, εγώ τον αγαπάω τον μπαμπά μου και δεν θέλω να μείνει για πάντα μέσα στην φυλακή. Και πιστεύω πως θα βγει και α είναι πάλι κοντά μας.
-Εστί μπράβο! Χαμογέλα λίγο!!!
-Σε ευχαριστώ για όλα Μίλτο που είσαι εδώ κοντά μου. Να ξέρεις πως  η παρουσία σου μου κάνει πολύ καλό.
-Αγγέλα! Τι θα έλεγες να πηγαίναμε  μια μία βόλτα έξω? Για να πάρουμε λίγο καθαρό αέρα, θα σου κάνει πολύ καλό.
-Ναι, θα μου άρεσε πολύ. Να πηγαίναμε μία βόλτα μαζί.
Έστι τα δύο τα παιδιά βγήκαν και πήγαν μία βόλτα. Περνούσανε πολύ ωραία μαζί φαινότανε πολύ ευτυχισμένη… Όταν ο Μίλτος πήγε την Αγγέλα στο σπίτι της η μαμά της, της είπε κάποια πολύ ευχάριστα νέα..
Με τα οποία η Αγγέλα πείρε μία πολύ μεγάλη χαρά. Η μαμά της, της ανακοίνωσε πως τελικά ο πατέρας της θα έβγαινε από την φυλακή και πως θα γυρνούσε και πάλι στο σπίτι τους και πως θα ήτανε πάλι όλοι μαζί και ευτυχισμένοι όπως ήτανε και παλιά… Η Αγγέλα μόλις το άκουσε άρχισε να χοροπηδάει από την χαρά της. Βέβαια χωρικέ πολύ. Και αμέσως ανέβηκε επάνω στο δωμάτιό της και πήρε αμέσως  τηλέφωνο τον Μίλτο για να το ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα που αφορούσανε τον μπαμπά της. Ο Μίλτος μόλις το άκουσε χάρηκε και αυτός πάρα πολύ για την Αγγέλα. Την επόμενη μέρα το πρωί όταν η Αγγέλα ξύπνησε βρήκε τον μπαμπά της στο σπίτι. Τον πείρε μία πολύ σφιχτή αγκαλιά και του  είπε πως τον αγαπάει πολύ. Ο μπαμπάς της την αγκάλιασε και αυτός πολύ σφιχτά  και της είπε πως της είχε λείψει πολύ…
Μετά κάθισαν να φάνε για μεσημεριανό όλοι μαζί γεμάτη γέλια και χαρές… Ο μπαμπάς της Αγγέλας την κοίταξε και της είπε:
-Αγγέλα, σου έχω και μία έκπληξη.
-Τι είναι μπαμπά?
-Σου πείρα ένα μικρό δώρο και ήθελα να σου το δώσω, ελπίζω να σου αρέσει και να μην χρειαστεί να το αλλάξεις.
-Ότι και να είναι μπαμπάκα μου θα μου αρέσει πολύ. Γιατί θα είναι δικό σου δώρο.
-Ορίστε λοιπόν άνοιξε το δώρο σου!
-Ανυπομονώ να δώ τι είναι.
-Άνοιξε το και μην καθυστερείς.
-Μπαμπά είναι υπέροχο σε ευχαριστώ πολύ. Μου Αρέσει πάρα πολύ…
Εγώ όταν είδα την Αγγέλα τόσο ευτυχισμένη χάρηκα πάρα πολύ. Βρήκε πάλι τον εαυτό της .
Και ήταν χαρούμενη και ευτυχισμένη με την οικογένειά της. Δεν φανταζόταν όμως την μεγάλη έκπληξη που την περίμενε την επόμενη ημέρα…
Την ίδια μέρα το βράδυ την πείρε τηλέφωνο ο Μίλτος και της είπε πως ήθελε να της ανακοινώσει κάτι πολύ σημαντικό και πως ήταν επίσης και πολύ σοβαρό. Η Αγγέλα δεν κατάλαβε τι ήθελε να της πει ο Μίλτος, απλός περίμενε με πολύ αγωνία την επόμενη μέρα για να ακούσει τι ήθελε να της πει ο Μίλτος… Έφτασε λοιπόν εκείνη μέρα
Που τόσο ήθελαν και οι δύο. Χωρίς βέβαια η Αγγέλα  να ξέρει τι θα της έλεγε ο Μίλτος..
-Λοιπόν Αγγέλα ήρθες τελικά!
-Και γιατί να μην ερχόμουν δηλαδή?
-Κοίτα αυτό που θέλω να σου πω είναι λίγο δύσκολο αλλά το πείρα απόφαση και δε μπορώ να περιμένω άλλο.
-Άντε, λοιπόν πες το!!!
-Αγγέλα ,…αυτό που ήθελα να σου πω είναι πώς… εδώ και καιρό, δηλαδή από την πρώτη στιγμή που σε είδα μου άρεσες. Και χωρίς καν να το καταλάβω σε έχω ερωτευτεί πολύ και θέλω να σου ζητήσω να γίνεις το κορίτσι μου…
- Μίλτο… πραγματικά δεν ξέρω τι να σου πω. Μου ήρθε κάπως απότομο.
- Κοίτα Αγγέλα δεν θέλω να μου απαντήσεις τώρα. Απλός θέλω να σκεφτείς αυτά που σου είπα και να μου απαντήσεις αργότερα.
Μόλις πέρασαν λίγες μέρες χωρίς να δει ο ένας τον άλλον, η Αγγέλα κατάλαβε πως και αυτήν ήταν ερωτευμένη με τον Μίλτο. Τον πείρε τηλέφωνο και του ζήτησε να βρεθούνε. βρεθήκαν τα είπαν και ξεκαθάρισαν τα πράγματα μεταξύ τους. Τελικά τα έφτιαξαν και ήταν ένα πολύ όμορφο ζευγάρι. Η Αγγέλα ήταν πλέον το ποιο ευτυχισμένο κορίτσι στον κόσμο. Αφού ήταν με όλους τους ανθρώπους που αγαπούσε και την έκαναν ευτηχισμένη.

Φυλλιώ - Ανίσχυρος Άγγελος


   Η Αγγέλα είχε κανονίσει με τον Τάσο να περάσει μία βόλτα από το σπίτι του. Του το είχε υποσχεθεί. Ετοιμάστηκε και έφυγε από το σπίτι της χωρίς να την καταλάβει κανείς από τους δικούς της λόγο της μεγάλης ανησυχίας που υπήρχε στο σπίτι. Στο δρόμο την συνάντησαν συμμαθητές της που την έβριζαν και την φώναζαν. Είχε στεναχωρηθεί πολύ. Πήγε στο σπίτι του Τάσου κλαίγοντας. Όταν την είδε τη ρώτησε τι έχει και αυτή με λιγμούς και δάκρυα στα μάτια του εξήγησε. Αυτός προσπάθησε να την παρηγορήσει και να την κάνει να αισθανθεί κάπως καλύτερα. Η Αγγέλα είχε ηρεμήσει κάπως, αλλά μέσα της ήξερε ότι θα συνέχιζε να αντιμετωπίζει αύτο που είχε αντικρίσει πριν πάει σπίτι του. Συζήτησαν είπαν για τα γεγονότα που είχαν συμβεί. Η Αγγέλα είχε εξαντληθεί και είπε στον Τάσο πως έπρεπε να φύγει. Αυτός την χαιρέτησε και της είπε πως αν χρειαστεί κάτι μπορεί να τον πάρει τηλέφωνο. Αυτή τον αποχαιρέτησε και έφυγε. Στη διαδρομή για το σπίτι της η ίδια αντιμετώπιση από τα παιδιά που την αναγνώρισαν. Έφτασε στο σπίτι της και ξάπλωσε μήπως και ηρεμήσει. Σκεφτόταν όλα αυτά που έγιναν και την συμπεριφορά των παιδιών απέναντη της. Όλα φαινόταν τόσο θλυβερά και τρομακτικά. Πνιγόταν ήθελε να φωνάξει να πει αυτά που νιώθει αλλά δεν μπορούσε. Βαθυά μέσα της ήξερε πως ο παέρας της έφτεγε γι'αυτό που συνέβει αλλά δεν τολμούσε να το παραδεχτεί και ούτε ήθελε. Αποκοιμήθηκε σε λίγα λεπτά. Ξημέρωσε βγήκε από το δωμάτιό της.  Μέσα στο σαλόνι όλοι καθόταν κεφτηκοί και αμίλητοι. Δεν άντεχε να τους βλέπει έτσι όλους, δεν ήθελε άλλο αυτή την αντιμετώπιση από όλους τους άλλους. Στο μυαλό της υπήρχε μόνο το όμορφο αγόρι που είχε ακούσει μαζί του μουσική και αντάλλαξαν αριθμούς. Δεν άντεχε άλλο να σκέφτετε τι θα περνάει στην υπόλοιπη ζωή της. Το μόνο που έκανε ήταν να κάθετε και να σκέφτετε, να βασανίζει το μυαλό της. ΤΕΛΙΚΑ ΕΙΧΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ! Ο νονός της σκέφτηκε να πάει στο δωμάτιό της να την δει και να μιλήσουν, αλλά δεν την βρήκε εκεί. Έψαξε και στα υπόλλοιπα δωμάτια αλλά δεν ήταν πουθενά. Ρώτησε τους άλλους αν την είδαν. Δεν ήξερε κανένας που ήταν. Έψαξαν και σε λίγη ώρα την βρήκαν. Η Αγγέλα είχε δώσει τέλος στη ζωή της. Και αυτό γιατί ήθελε να συναντήση το αγόρι που ο πατέρας της είχε σκοτώσει και που αυτήν είχε αγαπήσει αλλά δεν το είχε καταλάβει.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Αναστασία (Γυμνάσιο) - Ανίσχυρος Άγγελος


Βγαίνει στον δρόμο…
Η Αγγέλα αποφασίζει να πάει στην διεύθυνση που έγραφε το χαρτί το οποίο είχε αφήσει ο νονός της Αγγέλας επάνω στο κομοδίνο το προηγούμενο βράδυ. Όταν έφτασε βρέθηκε μπροστά στο σπίτι του Τάσου. Χτυπάει την πόρτα και της ανοίγει ο πατέρας του Τάσου που ήταν και αυτός αστυνομικός όπως και ο νονός της .
-Γεια σας μου έχουν πει να έρθω σε αυτή τη διεύθυνση, αλλά δεν μου έχουν πει γιατί να έρθω εδώ.
-Η Αγγέλα είσαι;
-Ναι εγώ είμαι!
-Α, πέρνα μέσα είναι και ο νονός σου μέσα δουλεύουμε μαζί, είμαι και εγώ αστυνομικός.
Μόλις μπήκε η Αγγέλα μέσα είδε τον νονό της και τον Τάσο να κάθονται μαζί. Αμέσως μετά ρώτησε τον νονό της γιατί της είπε να πάει εκεί και αυτός της απάντησε.
-Θα σου πω αργότερα γιατί σου είπα να έρθεις εδώ. Τώρα θα ήθελα να φύγετε για λίγο επειδή θέλουμε να συζητήσουμε  κάτι πολύ σημαντικό.
Καθώς έβγαιναν από το σπίτι η Αγγέλα είδε μια φωτογραφία του Τάσου μαζί με ένα άλλο παιδί που έμοιαζε πάρα πολύ με εκείνο το παιδί που έβλεπε στο μετρό δηλαδή με το αγόρι που σκοτώθηκε. Ήθελε να ρωτήσει τον Τάσο ποιος ήταν εκείνος αλλά δεν είπε τίποτα. Την επόμενη μέρα πήγε  ξανά με τον νονό της σ’ εκείνο το σπίτι και ήταν πολύ περίεργη να μάθει γιατί πήγαινε εκεί και ποιο ήταν εκείνο το παιδί στην φωτογραφία. Τελικά πήρε την απόφαση να ρωτήσει τον Τάσο με ποιόν ήταν στην φωτογραφία και αυτός της είπε συγκινημένος.
-Εεε … αυτός  στην φωτογραφία είναι ο αδερφός μου.
Η Αγγέλα παραξενεύτηκε και σκέφτηκε πως αυτό το παιδί που έβλεπε στο μετρό τόσο καιρό ήταν ο αδερφός ενός φίλου της και αυτή δεν το ήξερε. Όμως  δεν είπε στον Τάσο ότι έβλεπε τον αδερφό του τόσο καιρό, αλλά τον ρώτησε…
-Δεν τον έχω δει ποτέ αλλά μου φαίνεται γνωστός! Που είναι τώρα;
Ο Τάσος αποφάσισε πως θα έπρεπε να της πει την αλήθεια για τον αδερφό του. Έτσι λοιπόν της είπε…
-Λοιπόν… ο αδερφός μου ξέρεις είναι το παιδί που σκοτώθηκε…
Η Αγγέλα πλέον σιγουρεύτηκε  πως τελικά αυτό το παιδί ήταν εκείνος που έβλεπε κάθε φορά στο μετρό και του απάντησε κλαίγοντας..
-Α, δεν το ήξερα πως ήταν ο αδερφός σου και δεν μου το είχες πει ποτέ.
Η Αγγέλα όμως αποφάσισε και αυτή να του πει την αλήθεια πως είχε δει πολλές φορές τον αδερφό του στο μετρό και όταν του το είπε ο Τάσος της απάντησε.
-Το ξέρω. Ο αδερφός μου, μου είχε πει πως του άρεσες όμως δεν ήξερε πώς να σου το πει και αφού ήξερε ότι θα σε ξαναδεί εκεί ήθελε να σου πει την αλήθεια αλλά δεν πρόλαβε γιατί σκοτώθηκε…

Διευκρίνηση από τον υπεύθυνο εκπαιδευτικό

Ένας "μεγάλος" εύκολα μπαίνει στον πειρασμό να διορθώσει τα λάθη των "μικρών" - του είναι πολύ εύκολο άλλωστε.
Αν ο "μεγάλος" είναι εκπαιδευτικός και ο "μικρός" οι μαθητές του, τότε ο πειρασμός είναι διπλός, ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα λάθη αυτά βγαίνουν  έξω από τα τείχη του σχολείου.
Αναφέρομαι κυριως στα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη που υπάρχουν στα κείμενα των μαθητών. Θα μου ήταν εύκολο να τα διορθώσω για να βγει μια πιο "ωραία" εικόνα προς τα έξω, μιας και τα κείμενα τους είναι πλέον ορατά σε όλους.
Ωστόσο προτίμησα να τα αφήσω έτσι όπως είναι για να μην αλλοιώσω το αποτέλεσμα της δουλειάς τους. Να είστε σίγουροι πως ότι διαβάζετε είναι 100% δικό τους.
Το να "εκτεθείς" δημόσια, να βγάλεις δηλαδή σε κοινή θέα τα εσώψυχα σου, θέλει κότσια. Τα παιδιά βρήκαν τη δύναμη να το κάνουν. Αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό από τη γνώση των γραμματικών κανόνων.
Όχι ότι δεν χρειάζονται κι αυτοί. Όχι ότι τα παιδιά πρέπει να επαναπαυτούν και να μην προσπαθήσουν να διορθωθούν σε αυτόν τον τομέα. Όμως μέσα από τα λάθη σου μαθαίνεις.
Αλίμονο αν έπρεπε να περιμένουν πότε θα φτιάξουν ένα τέλειο, αψεγάδιαστο έργο προκειμένου να τολμήσουν να το δημοσιεύσουν. Μάλλον θα περίμεναν σε ολόκληρη τη ζωή τους.
Έτσι κι αλλιώς για μια εξωσχολική δραστηριότητα πρόκειται και τίποτα άλλο. Μια δραστηριότητα που αποσκοπεί στην καλλιέργεια της φιλαναγωνσίας και στη διερεύνηση των κλίσεων των μαθητών μας.
Ας είμαστε λοιπόν επιεικείς και ας αναλογιστούμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι αν στη θέση τους θα βρίσκαμε τη δύναμη να δημοσιεύσουμε το έργο μας.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Κατερίνα Κ. - Ανίσχυρος Άγγελος



Πήρα μια βαθιά ανάσα και βγήκα από το σπίτι του νονού μου προκειμένω να πάω στην οδό που  έγραφε το χαρτάκι.
Εγώ , ως άγγελος , χρέος μου είναι να βοηθήσω να κάνει το σωστό…Μην ξεχνιόμαστε όμως εμείς οι άγγελοι είμαστε ανίσχυροι… Προσπάθησα να την καθοδηγήσω κάνοντας την να πάρει τον ασφαλέστερο και  συντομότερο δρόμο...Έβρεχε, η υπομονή της και η επιμονή της όμως δεν την έκαναν να λυγίσει…Τα καθαρά ρούχα της είχαν μουσκευτεί …Τα παπούτσια της είχαν γεμίσει λάσπες… Εκείνη όμως επέμενε… Βασικά σε αυτό την βοήθησα κι εγώ… Έφερνα στο νου της την αγωνία κ την περιέργεια για το τι επρόκειτο να συναντήσει… Αλλά περιττό να σας πω πως έτσι κι αλλιώς και  η θέληση της ήταν μεγάλη αλλιώς δεν θα ξεκινούσε καν να πάει εκεί που έγραφε το χαρτί που της άφησε ο νονός της…Τέλος πάντων ως  άγγελος φλυαρώ συνεχώς είναι ένα μικρό χαρακτηριστικό των αγγέλων να θέλουμε να  τα περιγράψουμε όλα με κάθε λεπτομέρεια αφού είναι το μοναδικό που μπορούμε ν κάνουμε , γιατί δεν μπορούμε να νιώσουμε όπως οι άνθρωποι και όπως άλλωστε προανέφερα
Περπατούσα αλλά είχε αρχίσει να νυχτώνει… Ένας περίεργος κόμπος έδεσε το στομάχι μου … Αν κ φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που περπατούσα μόνη μου στο σκοτάδι δεν ξέρω …Ήταν κάτι που με έπνιγε  και προσπαθώντας να το αποβάλλω επιτάχυνα το βήμα μου … Λίγα μετρά πιο μπροστά μου είδα μια παρέα παιδιών  με ποδήλατα.. Νόμιζα πως ήταν η δική μου παρέα ποδηλάτων… Νόμιζα… Πλησίασα… Δεν ήταν όμως τα παιδιά… Σάστισα όταν είδα ότι κρατούσαν σύριγγες… Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ηταν «Αγγέλα τρέξε» Ένας από αυτούς με είδε που έτρεχα προς την αντίθετη κατεύθυνση  και μου απύφθηνε το λόγο μιλώντας μου με αισχρολογίες… Δεν ήξερα τι να κάνω… Έτρεχα όσο το δυνατόν γρηγορότερα… Στο μυαλό μου ήταν μονό ο Τάσος… Ήθελα ν τον δω… Οι σκέψεις μου ήταν τόσο δυνατές που αισθανόμουν ότι μπορούσα κ να τις ακούσω. Και βλέπω τον Τάσο… Τρέχω και τον αγκαλιάζω… Του εξήγησα τι συνέβη και μου είπε να πάω εκεί με τα παιδιά… « Δεν μπορώ να καταλάβω πως βρέθηκες εσύ σε τόσο απαίσια μέρη , δεν ξέρεις τι γίνεται εδώ πέρα» Δεν καταλάβαινα τι έλεγε … Απλά τον κοιτούσα … «Είσαι ο σωτήρας μου» «Αγγέλα εγώ σου μιλάω κ εσύ το μονό που μου λες…» «Σταμάτα, και άκουσε με.. Ο νονός μου, μου άφησε σε σημείωμα αυτήν την οδό… Ξέρεις πώς να με πας εκεί? Και… Για μια στιγμή… Πως βρέθηκες εσύ εδώ?» «Ε.. έκανα μια βόλτα με τα παιδιά και έτυχε κ πέρασα από δω τέλος πάντων δεν έχει σημασία πάμε κάπου να μείνουμε κ αύριο το πρωί θα πάμε εκεί που σου είπε ο νονός σου»
Εμμ… Εγώ ξερώ γιατί ο Τάσος βρέθηκε εκεί… Τον ώθησα όσο το δυνατόν περισσότερο… Τον έκανα να νιώσει αυτό το κακό προαίσθημα πως κάτι συμβαίνει… Αλλά μήπως κι εκείνος έχει κάτι που τα υπόλοιπα παιδιά δεν έχουν? Για μονό ο Τάσος να το ένιωσε αυτό?
Μείναμε όλοι μαζί στο σπίτι ενός απτά κορίτσια της παρέας που έμενε εκεί κοντά… Και το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε όλοι μαζί… Τώρα είχα τον Τάσο διπλά μου και δεν φοβόμουνα τίποτα… Δεν ξερώ… Για τον Τάσο έχω αρχίσει να νιώθω πολύ έντονα πράγματα… Κάτι που με κάποιον άλλον δεν νομίζω να ένιωθα… Δεν ξερώ τι φταίει… Απλά με συμπληρώνει και με κάνει να ξεχνάω ότι συμβαίνει γύρω μου… Ίσως αυτό είναι  που λένε ‘Πεταλούδες στο στομάχι’ Τι να πω δεν ξερώ προς το παρόν προέχουν άλλα…  Ο Τάσος μου έδωσε το μαύρο ποδήλατο και ξεκινήσαμε αρκετά πρωί… Όταν φτάσαμε αντικρίσαμε ένα μεγάλο κτίριο.. Έξω καθόταν ο νονός μου κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι … «Νονέ, νονέ Τι είναι εδώ? Γιατί ήθελες να έρθω εδώ? Τι συμβαίνει? Που είναι οι υπόλοιποι?.. Νονέ μιλά μου..» Με αγκάλιασε και το μονό που μου είπε ήταν «όλα θα πάνε καλά».. «Δεν μου απάντησες όμως νονέ… Τι είναι εδώ πέρα?» «Δεν έχεις καταλάβει?» Ξανακοίταξα το κτίριο… Ήταν μεγάλο… Πολύ μεγάλο… Με πολλούς ορόφους μεγάλο προαύλιο… Παρκιν και τα σχετικά.. «Νονέ… δικαστήριο?» «Ναι κορίτσι μου κ ήθελα να είσαι κι εσύ μπροστά σε ότι κι αν  γίνει γι’αυτό σου είπα να έρθεις… Με πηρέ το παράπονο.. Δεν ήθελα να μπει ο πατέρας μου στη φυλακή … Γιατί… Ήταν ο πατέρας μου και τον αγαπούσα…. Αλλά από την άλλη τον μισούσα… Σκότωσε το αγόρι… Το αγόρι που μαζί του άκουσα το τελευταίο του τραγούδι… Τέλος πάντων μην σας τα πολυλογώ μπήκαμε μέσα στην αίθουσα… Από την μια πλευρά βρισκόμασταν εμείς και από την άλλη οι γονείς του παιδιού… Η μητέρα του ήταν μαυροφορεμένη … Τα μάτια της είχαν γίνει τόσο κόκκινα που είχες την εντύπωση ότι το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει… Έκλαιγε συνεχώς … Σπάραζε η καρδιά μου όταν την άκουγα… Ο πατέρας μου δολοφόνος.. Και είμαι η κόρη ενός δολοφόνου… Εγώ? Αχ.. Δεν το άντεχα άλλο αυτό… 
«Είναι αδιανόητο είναι αδιανόητο ένας άνθρωπος που επαγγέλλεται ως αστυνομικός τόσα χρονιά να διαπράξει τέτοιο έγκλημα… Αυτό που πιθανότατα να συνέβη κύριε δικαστά είναι εξοστρακισμός και ήλθε η σφαίρα στο παιδί με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα..»
Έλεγαν και ξαναέλεγαν… Η καρδιά μου όσο περνούσε η ώρα χτυπούσε και πιο γοργά .. Μετά από αρκετή ώρα περάσαμε όλοι έξω.. Η αγωνιά και το άγχος είχαν κορυφωθεί.. « Τα παιδιά.. Τάσο? Τάσο??» άραγε που πήγαν ? πώς εξαφανιστήκαν έτσι απλά? Τι συνέβη? Τόσο ερωτήματα δίχως νόημα… Κανένας δεν μπορούσε να απαντήσει… Η απόφαση του δικαστηρίου βγήκε… Περάσαμε όλοι ξανά μέσα αργά αργά γνωρίζοντας όλοι φυσικά το τι θα συμβεί..
 «Το δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα ο κατηγορούμενος να ανακυριχτεί…ΕΝΟΧΟΣ.!» Άρχισαν να κλαίνε όλοι… Περισσότερο η μαμά… Εγώ τους κοιτούσα σαν κανά 10χρονο παιδάκι που δεν ξέρει τι συμβαίνει.. Δεν μπορούσα να αντιδράσω.. Ούτε να μιλήσω ούτε ν κλάψω ούτε να στενοχωρηθώ.. Ένα κενό.. Μονάχα ένα κενό… Τι μου συμβαίνει…?
Έφερνα στο νου της αναμνήσεις… Πολλές αναμνήσεις… Δεν ξερώ τι της συνέβη .. Δεν μπορούσε καν να σκεφτεί… !
 « Αγγέλα… Αγγέλα…! Ναι.. Ξεπέρασε το κόμμα… Αγγέλα γύρισες επιτέλους… Γύρισες ξανά κοντά μας.. Ο Γιατρός είπε πως ξεπέρασες το κόμμα…Συνήλθες»
« Τι συμβαίνει ? Που βρίσκομαι? Για το φοράω λευκά ρούχα? Γιατί έχω ορούς? Μαμά είσαι χαρούμενη.. Δεν κλαις..» «Γιατί να κλάψω? Που το παιδί μου ξεπέρασε το κόμμα? Θα σου τα εξηγήσω όλα.. Σε χτύπησε αυτοκίνητο… Ήρθαμε στο νοσοκομείο με εσένα κ τον μπαμπά κ μας είπαν πως έπεσες σε κόμμα .. Στεναχωρεθήκαμε παρά πολύ… Ήσουν 2 μήνες σε κόμμα.. Και τώρα… Τώρα γύρισες….~!» «Και ο μπαμπάς? Ο μπαμπάς δεν είναι στην φυλακή?» «Κοριτσάκι μου τι λες? Ποια φυλακή? Μισό λεπτό να τον φωνάξω…» «Κοριτσάκι μου επέστρεψες.. Επιτέλους ήρθες κοντά μας και πάλι»
Μα.. πως γίνεται αυτό… Ότι ζούσα ήταν ένα όνειρο? Και το παιδί? Το παιδί που είχα ακούσει μαζί του το τραγούδι? Ο Τάσος? Ο Μίλτος?
Γυρίσαμε σπίτι.. Αφού  ξεπέρασα το κόμμα και το σοκ γυρίσαμε επιτέλους σπίτι.. Όλα ήταν φυσιολογικά πλέον … Ώσπου…Άνοιξα την τηλεόραση… Το αγόρι που είχα δει στον ύπνο μου να το σκοτώνει ο πατέρας μου βρέθηκε νεκρό σε μια περιοχή από υπερβολική δόση ναρκωτικών.. Μα τι γίνεται? αυτό το αγόρι ήταν που στον ύπνο μου είχα ακούσει μαζί τα το τελευταίο του τραγούδι γιατί μετά το σκότωσε ο πατέρας μου… Και τώρα διαπιστώνω πως τίποτα από αυτά δεν συνέβη στην πραγματικότητα … Αλλά πως είναι δυνατόν το αγόρι που βρέθηκε νεκρό να είναι αυτό που είδα στον ύπνο μου όταν βρισκόμουν σε κόμμα? Και είμαι σίγουρη…Αυτός ήταν… Και είναι τυχαίο που εκείνη την στιγμή που έβλεπα αυτό στην τηλεόραση και είχα το ραδιόφωνο ανοιχτό να παιχτεί το τραγούδι που στον ύπνο μου είχα ακούσει με εκείνο τα αγόρι? Κ ήταν τα τελευταίο του τραγούδι! Όχι… πείτε μου… Είναι λογικά όλα αυτά?
Ένα μεγάλο μυστήριο που δεν μπόρεσα να το λύσω ποτέ…!

Μαρία - Ανίσχυρος Άγγελος



        16
 Ξυπνώντας το επόμενο πρωί η Αγγέλα  από το φως του ήλιου που έπεφτε πάνω στα δυο της κουρασμένα μάτια και διαπέρναγε τις χαραμάδες του πατζουριού αλλά και τις ακατάπαυστες και ακούραστες φωνές των παιδιών που από νωρίς εκείνη την μέρα είχαν αρχίσει την πορεία κατευθυνόμενοι προς την εκκλησία για την τέλεση του μυστηρίου για τον χαμό του παιδιού με το κόκκινο μπουφάν. Κουνώντας επίμονα τα φτερά μου προσπάθησα να απομακρύνω αυτές τις φωνές πριν φτάσουν στα αυτιά της. Αλλά εσείς οι άνθρωποι και το πείσμα σας...τόσο επίμονο...τόσο........Εμείς οι άγγελοι δεν έχουμε δικά μας αισθήματα ,αποκτούμε όταν προσπαθούμε να σας ελαφρύνουμε από την ψυχική σας φόρτιση. Τότε ντύθηκε στα βιαστικά και αρπάζοντας το γράμμα που της είχε αφήσει εκεί , δίπλα της ο Μήτσος έφυγε στα γρήγορα. Εγώ πάντα δίπλα της ,πάντα κοντά της αλλά και πάντα ανίσχυρος  ακολουθούσα την σκιά της. Ξάφνου ένα χαμόγελο ,ένα αθώο βλέμμα που όμως υπόσχονταν πολλά. Ήταν του Τάσου που πλησίαζε την Αγγέλα και τότε μια αγκαλιά και ένα φιλί στα πεταχτά. Εγώ κοντά της να την προστατεύσω από κάθε τι ανεπιθύμητο και ενοχλητικό. Έπειτα από λίγο μια γλυκιά χροιά που διέσχισε την ακοή μου. Τα λόγια του ήταν. Τα λόγια γεμάτα στοργή και γαλήνη.
  Δεν χιάζεται να φοβηθείς κανέναν ,στο κάτω κάτω εσύ δεν έκανες τίποτα και αν ήταν στο χέρι του καθενός μας να καθορίζει το τέλος του αυτό δεν θα ερχόταν ποτέ. Και όντως έτσι είναι τα πράγματα, γιατί αυτό μπορεί να το επιτύχει μόνο Εκείνος.
      ΕΚΕΙΝΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ
         ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙ ΠΑΛΙ ΠΙΣΩ...
Τότε δεν είμαι μόνο εγώ ο ανίσχυρος αλλά οι πάντες. Δεν  μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά της ακούγοντας αυτά τα λόγια αλλά και όσα ακολουθούσαν και μετά από αυτά.
  Αν ο λόγος που κλαις τώρα είναι ο φόβος τότε άδικα βλέπω αυτό το πρόσωπο που τόσο αγαπώ να χαραμίζεται για λάθη άλλων.
  Δεν ξέρω αν αυτό που νιώθω είναι φόβος αλλά δεν ξέρω και τι άλλο παίζει να είναι. Μα για στάσου. Είπες πώς μ αγαπάς;
Όντως το είπε, και κάτι ή μάλλον κάποιος (ναι Εκείνος ο Κάποιος) μου το λέει. Πόσο κάλο της έκανε που άκουσε αυτή τη λέξη από κάποιον που νιώθει και εκείνη το ίδιο για αυτόν. Ακόμα και ας μην έχει σιγουρευτεί για αυτό ακόμη το ξέρω εγώ που γνωρίζω το αύριο και το μετά. Κι όμως αυτή η ευχάριστη νότα σε όλο αυτό το εγκώμιο τελειώνει απότομα. Διακόπτετε από τις φωνές των παιδιών που πλέον έχουν προφτάσει. Μπερδεύονται με το πλήθος χωρίς όμως να χάνει ο ένας τον άλλον, διότι κρατούν σφιχτά τα χέρια τους ενωμένα. Δύσκολο να χωριστούν έτσι. Και ξανά όλες αυτές οι φωνές σταματούν ξαφνικά. Έφτασαν πλέον στο σημείο εκείνο όπου οι φωνές θα αντικατασταθούν με λυγμούς και κλάματα. Ο Τάσος την κρατά κρυμμένη στην αγκαλιά του καθώς η Αγγέλα δεν έχει αλλά δάκρυα για να κλάψει...τα τελευταία έπεσαν στο σ αγαπώ του Τάσου. Η ώρα περνά και η κηδεία παίρνει τέλος μόνο που ο Μίλτος σχεδιάζει και κάτι ακόμα. Η αστυνομία δεν κατέκλεισε τους δρόμους σήμερα ακολουθώντας την πορεία των νέων. Κανείς δεν αναρωτήθηκε γιατί. Παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού η Αγγέλα θυμήθηκε το γράμμα του νονού της. Ψαχούλεψε τις τσέπες της μα δεν βρήκε τίποτα παραπάνω από ένα χαρτομάντιλο με τα δάκρυα που της είχε σκουπίσει ο Τάσος. Δεν έδωσε και πολύ σημασία αφού πλέον ήταν χαμένο.
                           17
            ΤΡΕΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΜΕΤΑ
Μέρα με την μέρα τα παιδιά ελάττωναν τον πόνο της απώλειας. Η απόφαση του δικαστηρίου βγήκε και έθεσε τον πατέρα της Αγγέλας αθώο καθώς μάρτυρες κατέθεσαν την αισχρή συμπεριφορά του αγοριού απέναντι σε ένα όργανο της τάξεως με τίμημα την απώλεια της δουλειάς του καθώς κρίθηκε ακατάλληλος για αυτή.Η Αγγέλα είχε ότι καλύτερο μπορούσε να έχει. Είχε τον Τάσο...Κάτι όμως υπάρχει που δεν μπορώ να καταλάβω κάτι που με κάνει να χάνω την αίσθηση του όλα θα πάνε καλά από εδώ και πέρα. Ο Μίλτος είναι...αυτός είναι...είναι αυτός που δεν τερμάτισε την πορεία και μετά την κηδεία. Μα τι δύναμη έχει; τι μπορεί να κάνει ένα παιδί;
  Γεια σου αγαπούλα μου.
Ο Τάσος είναι.
  Έτοιμη; Πάμε;
Πήρε την Αγγέλα και πηγαίνουν βόλτα και εγώ από πίσω τους...Τα γέλια τους λήγουν απότομα. Και τώρα ένας ήχος που διαπερνά την καρδιά και ένα ξέσπασμα δακρύων να ακολουθεί. Ο φόβος μου βγήκε αληθινός. Ο Μίλτος ΣΚΟΤΩΣΕ με μια ΣΦΑΙΡΑ στην καρδία την Αγγέλα που το άψυχο κορμί της βρίσκεται στα χέρια που την στήριζαν τον τελευταίο καιρό. Εγώ ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ να κάθομαι να παρακολουθώ.
Την βλέπω να με κοιτά. Τώρα μπορεί να με δει και εγώ την παρακολουθώ που πλησιάζει το παιδί με το κόκκινο μπουφάν εκείνο που είδε για πρώτη και τελευταία φορά στον ηλεκτρικό. Προσπαθεί να καλύψει το κενό που υπήρχε  από την στιγμή που τον είδε έως εκείνη που της μίλησε...μπορώ να συμμετέχω και εγώ τώρα στην κουβέντα και να γίνω αντιληπτός λήγοντας τον ρόλο του προστάτη για την Αγγέλα. Στην παρέα δεν άργησε να προστεθεί και ο Τάσος καθώς μετά την παραλίγο θανατηφόρα επίθεση προς τον Μίλτο πέθανε από κατάθλιψη για τον χαμό της Αγγέλας.
         ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ
         ΜΑΣ ΕΝΝΟΝΕΙ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΜΑΣ.
Και αυτό το λέω εγώ. Ένας ανίσχυρος άγγελος.....                        
                              ΤΕΛΟΣ

Ανθή - Ανίσχυρος Άγγελος



ΔΕΚΑΕΞΙ

    Φυσούσε. Ο δυνατός αέρας χτυπούσε το πρόσωπό της και δίπλα της εγώ, όπως πάντα-εγώ, ακολουθώντας την προς τον προορισμό που έγραφε στο χαρτί: Περπατητών 31, Κηφισιά.
    Σταματάει. Μαζί κι εγώ. Σηκώνει το χέρι της, νεύοντας το ταξί το οποίο κατευθυνόταν προς την μεριά μας. Για μια στιγμή την βλέπω να διστάζει. Δε ξέρει ποια είναι η διεύθυνση η οποία γράφτηκε στο χαρτί από τον νονό της, Μήτσο Σαρμπάνη. Κλείνει βαθιά τα μάτια της και μπαίνει μέσα. Δίπλα της, στο ζεστό κάθισμα, κάθομαι εγώ. Της χαϊδεύω τα μαλλιά απαλά-χωρίς ,πάντα, να αισθάνεται την παρουσία μου-προσπαθώντας να διώξω τις κακές σκέψεις-όσες μπορώ, καθώς είμαι ανίσχυρος, ένας ανίσχυρος άγγελος- από το μυαλό της. Η ανάσα της βαριά, το βλέμμα καρφωμένο στην ευθεία.
«Φτάσαμε» της ανακοινώνει ο ταξιτζής. Πληρώνει, και με το ίδιο απλανές βλέμμα κατεβαίνει από το ταξί. Κάνει ένα βήμα και κοιτάζει. Πλήθος ανθρώπων, νέων και ηληκιωμένων. Ποικίλες εκφράσεις, μορφασμοί. Πρόσωπα στενοχωρημένα, πληγωμένα, σκεπτόμενα. Δάκρυα στα πρόσωπα όλων και μόνο μία λέξη πλανιέται στον αέρα…ΓΙΑΤΊ;;;;
   Εγώ, πάντα δίπλα της, να διώχνω με τις φτερούγες μου τον μουντό αυτό αέρα, προσφέροντας φρεσκάδα στο χλωμό της πρόσωπο. Ο τόπος;; Νεκροταφείο. Έφτασε η μέρα του αποχαιρετισμού. Το ταξίδι του νεαρού. Το τελευταίο του ταξίδι. Η κηδεία του. Μα πως το ξέχασες Αγγέλα; Δεν σε παρεξηγώ. Έχεις περάσει τόσα πολλά αυτές τις μέρες. Καθώς προχωράμε, βλέπουμε πολλούς, γνωστούς και αγνώστους. Κάποιοι που αναγνωρίζουν την ταυτότητα της Αγγέλας και κάποιοι άλλοι όχι. Βλέμματα συμμαθητών καρφωμένα πάνω της. Ένιωθε θύτης την στιγμή που ήταν θύμα. Μία φράση όμως την έκανε να αισθάνεται ασφάλεια, γαλήνη, αγάπη…»Αλλά εσύ, είσαι εσύ!», όπως της είχε πει ο Τάσος. Ναι, ο Τάσος. Ο Τάσος που τόσο αγαπούσε η Αγγέλα τον τελευταίο καιρό.
    Προχωράμε. Βλέπω τόσα πρόσωπα, σκοτεινά, γεμάτα δάκρυα. Πρόσωπα άγνωστα σε εμένα. Η μόνη γνώριμη μορφή ήταν αυτή της κοπέλας δίπλα μου. Της Αγγέλας. Μα στο βάθος ξεπροβάλλουν κι άλλα γνώριμα πρόσωπα. Διάφορα ονόματα στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Μίλτος, Τάσος, Αρίστος, Μήτσος, Έρση, Μαίρη, Καίτη, Τάκης, Νίκος, Βασίλης, Άρης…
    Προχωράμε κι άλλο και καθώς η Αγγέλα προσπαθεί να φωνάξει τον Τάσο, η φωνή της χάνεται μέσα στο πλήθος. Όλοι με πρόσωπα χλωμά, κορμιά ξερά, άχαρα, άγαρμπα. Μία καταθλιπτική κατάσταση. Κάμερες μεταδίδουν ζωντανά τα όσα γίνονται. Πρωταγωνιστές: Το νεκρό αγόρι και η οικογένεια του. Η μητέρα του κλαίγοντας με λυγμούς, φωνάζοντας : Γιατί; Τι σου έφταιξε ένα μικρό παιδί;» και όλοι γύρω να της δίνουν κουράγιο.


Κουράγιο, θα περάσει θα μου πεις…
- Αύγουστος. Νίκος Παπάζογλου.



   Και τώρα η Αγγέλα, προχωρά προς τη μεριά της οικογένειας και πίσω της εγώ. Εγώ, ο ανίσχυρος, αυτή τη μέρα κατάφερα να διώξω το μίσος και την ντροπή για τον πατέρα της, δείχνοντας πόσο ενωμένη είναι η οικογένεια του νεκρού μαθητή.
  Γύρω της μαθητές, κλαίγοντας και κρατώντας τριαντάφυλλα και στα χείλη τους μία πρόταση: «Αλέξη, καλό ταξίδι, σ’ αγαπάμε»…
   Η κηδεία τελειώνει και το νεκρό σώμα του νεαρού  αγοριού, πλέον το καλύπτει το υγρό χώμα. Ο κόσμος φεύγει αφήνοντας λουλούδια και δάκρυα πάνω στη νέα κατοικία του παιδιού. Γιατί έπρεπε να γίνουν όλα αυτά; Γιατί να φεύγουν ψυχές τόσο νωρίς; Τα δικά μου γιατί ζωγραφισμένα στα πρόσωπα της οικογένειας Γρηγοροπούλου. Βλέμματα γεμάτα πόνο. Και τότε τη σιωπή έσπασε η φωνή της μητέρας του φωνάζει, τρέμει: «Γύρνα πίσω παιδί μου, μη μ’ αφήνεις».. Και ακολουθεί ένα ουρλιαχτό. Έβγαινε μέσα από τα στήθη της, από την ψυχή της…
   Και τα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε καυτά πάνω στα μάγουλα της Αγγέλας, κι εγώ ο ανίσχυρος δίπλα της, αφήνοντας την να ξεσπάσει. Δίνοντας της θάρρος την σπρώχνω προς την άτυχη οικογένεια.
  «Συ… συλλυπητήρια…  και… συγγνώμη… ξέρετε, είμαι η κόρη του…»
  «όλα εντάξει κορίτσι μου, μη ζητάς συγγνώμη, άλλωστε δε φταις εσύ…» της απάντησε η μητέρα του νεαρού αγκαλιάζοντάς την.
   Σέρνοντας, σχεδόν, το κουρασμένο της κορμί, κατευθύνεται προς την έξοδο αφήνοντας τις πρώτες ψιχάλες να νοτίσουν τα μαλλιά της.
   Βρισκόμαστε έξω, αφήνοντας όλα αυτά που συνέβησαν πίσω μας. Στην γωνία ο Τάσος. Μόλις τον βλέπει η Αγγέλα, τρέχει στην αγκαλιά του, σφίγγοντάς τον δυνατά. Εκείνος, μη μπορώντας να πιστέψει αυτή της τη συμπεριφορά, της χαμογελά γλυκά και τα μάτια του, τόσο φωτεινά, γίνονται ένα γαλάζιο βαθύ, ένα χρώμα σαν αυτό της θάλασσας ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη, που σε παρασέρνει σε ταξίδια με το μυαλό.


Δεν έκανα ταξίδια μακρινά… Ταξίδεψε η καρδιά και αυτό μου φτάνει!
–Μικρή Πατρίδα.  -Γ.Νταλάρας, -Χ.Θηβαίος


    «Πώς νιώθεις;», τη ρωτά.
«Δε ξέρω. Μπερδεμένη… Το καλό όμως είναι πως αποφάσισα να γυρίσω σπίτι, να στηρίξω τους δικούς μου. Να είμαι ενωμένη μαζί τους. Μια ενωμένη οικογένεια. Σαν αυτή του Αλέξη. Μην με ρωτήσεις πως άλλαξα γνώμη. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Κι εγώ από δίπλα τους, περπατώντας στη βροχή, ακούγοντας αυτά τα λόγια κατάλαβα πως δεν ωρίμασε μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά. Έγινε δυνατότερη.
Είναι γνωστό πως…
Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΣΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙ, ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟ…
Περπατώντας στο δρόμο με τις βιτρίνες στολισμένες, κατευθυνόμαστε προς το σπίτι του Μήτσου Σαρμπάνη. Στις καφετέριες, η κηδεία του νεαρού ήταν το πρώτο θέμα, και στις συζητήσεις αλλά και στην τηλεόραση.
  Η Αγγέλα όμως δεν άφησε να την παρασύρουν ξανά τα δάκρυα. Κρατούσε το χέρι του Τάσου σφιχτά και δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο.
  Μετά από πέντε περίπου λεπτά, βρισκόταν έξω από το σπίτι του νονού της.
«Πάω να πάρω το σακίδιό μου. Δεν θα αργήσω», τον ενημερώνει.
Αυτός της ρίχνει ένα τρυφερό χαμόγελο και εμείς ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας. Ανοίγει η πόρτα, πηγαίνει στον ξενώνα, παίρνει το σακίδιό της και κλείνει την πόρτα πίσω της. Εγώ πάντα μαζί της, την συνοδεύω όπου κι αν πάει. Καθώς φτάνουμε ξανά στην είσοδο της πολυκατοικίας, το τηλέφωνο της Αγγέλας χτυπά..
«Ναι…καλά είμαι»…
…..
«Γυρίζω σπίτι»…
…..
«Θα σου πω από κοντά»…
…..
«Εντάξει, πείτε στον μπαμπά πως τον αγαπάω»
…..
«Ναι, γεια…»
   «Τι έγινε;», τη ρωτά ο Τάσος, «όλα καλά;»
   «Όλα!», του απαντάει. «Οι γονείς μου θα λείψουν, γι’ αυτό αναρωτιόμουν εάν ήθελες να έρθεις σπίτι μου, να μου κάνεις παρέα»
   Εκείνος τότε κούνησε καταφατικά το κεφάλι του κι έτσι περπατούσαμε όλοι μαζί, αυτοί πιασμένοι χέρι-χέρι, εγώ δίπλα τους.
   Φτάνοντας στο σπίτι, η κλεισούρα στο σαλόνι ήταν  ανυπόφορη, γι’ αυτό η Αγγέλα πήγε να ανοίξει τη μπαλκονόπορτα. Αμέσως, μία μυρωδιά χτύπησε το πρόσωπό της. Μια γνωστή μυρωδιά… Μία μυρωδιά ιδρώτα… Ένας ιδρώτας  που της θύμισε κάποιον, αυτή η μυρωδιά… Τα μάτια της βουρκώνουν αλλά το ελέγχει. Χαμογελά στον Τάσο και ξαπλώνουν στον μεγάλο καναπέ, αγκαλιά και το φιλί ήρθε να ολοκληρώσει την ευτυχία τους.
   «Σ’ αγαπάω», είπαν και οι δύο μαζί και εγώ τους αγκάλιασα τρυφερά με τις φτερούγες  μου. Ο Τάσος αποκοιμήθηκε, εκεί, στον μεγάλο καναπέ, στη ζεστή αγκαλιά της Αγγέλας.
   Τότε η Αγγέλα ψιθύρισε γλυκά κάτι που με έκανε να μη νιώθω πια ανίσχυρος, αλλά ξεχωριστός, ευτυχισμένος. Κατάλαβα πως δίκαια ήμουν στο πλάι της τόσο καιρό, και δίκαια θα είμαι, μέχρι το τέλος… Αυτή τη φράση… «Σ’ ευχαριστώ, φύλακα άγγελε»…



Γυαλί που δε ραγίζει θα’ βρισκα να σου τάξω, πες μου πώς να πετάξω με δανεικά φτερά.
-Φωτιά μου –Μιλτιάδης Πασχαλίδης


ΤΕΛΟΣ

Έλντα - Ανίσχυρος Άγγελος



   Η Αγγέλα φορά τα ρούχα της και βγαίνει έξω, ξεκινά προς το σπίτι του Τάσου.
«Πού ανήκω;»-η Αγγέλα ακόμα αναρωτιέται. Ξαφνικά φτάνει μπροστά στο σπίτι του Τάσου. Χτυπά το κουδούνι και ανοίγει ο Τάσος.
«Τι κάνεις εδώ;» τη ρωτάει. «Ήρθα γιατί δεν ήξερα που αλλού να πάω» απαντάει η Αγγέλα.
Ακόμα όμως δεν είχε καταλάβει τι νιώθει ο Τάσος για εκείνη. Εγώ να στέκομαι δίπλα της και να την κρατάω ήρεμη, αν και ανίσχυρος. Ενώ πιο πάνω οι μαθητές συνέχιζαν την πορεία τους και αργότερα θα πήγαιναν στην κηδεία εκείνου του αγοριού, που η Αγγέλα είχε συναντήσει στον ηλεκτρικό σταθμό.
   Εντωμεταξύ ο Τάσος προσκαλεί την Αγγέλα να περάσει μέσα. Εκείνη χωρίς να το σκεφτεί περνάει. Αργότερα οι δυο τους πήγανε στην κηδεία. Μετά από ώρα γύρισαν και η Αγγέλα έκλαιγε. Λίγα λεπτά αργότερα ενώ περπατούσαν, η Αγγέλα δεν ένιωθε καλά. Ξαφνικά λιποθύμησε και ο Τάσος την έπιασε. Την παίρνει στα χέρια του, την πάει στο σπίτι του και την ξαπλώνει στον καναπέ που είχε στον ραδιοφωνικό του σταθμό. Μετά από λίγα λεπτά η Αγγέλα συνέρχεται. Τα λεπτά αυτά ο Τάσος προσπαθούσε να την συνεφέρει, επίσης την κοιτούσε και αναρωτιόταν αν η Αγγέλα είχε καταλάβει τι αισθανόταν εκείνος για αυτήν. Νωρίτερα, στο σπίτι της Αγγέλας η μητέρα της ακόμα έκλαιγε και ούρλιαζε. Ο θείος της Αρίστος μιλούσε στο κινητό με τον δικηγόρο της οικογένειας, ενώ η θεία Λίνα είχε πάει στο σπίτι της. Τον πατέρα της τον είχαν ακόμα στο τμήμα. Δεν ξέραν τι να κάνουν. Ενώ η Αγγέλα συνέρχεται βλέπει τον Τάσο επάνω της. «Είσαι καλά;;» τη ρωτάει. «Καλύτερα, ευχαριστώ» απαντά εκείνη. Η Αγγέλα περνούσε δύσκολα. Ο Τάσος βάζει ένα τραγούδι που νόμιζε πως θα την έκανε να νιώθει καλύτερα, αλλά όχι. Γιατί ήταν εκείνο το τραγούδι που είχε ακούσει με το αγόρι εκείνο με το κόκκινο μπουφάν από τον ηλεκτρικό. Εκείνη άρχισε πάλι να κλαίει. Φεύγει από το σπίτι του Τάσου τόσο γρήγορα που εκείνος δεν το κατάλαβε. Από εκείνη την ημέρα δεν τον είχε δει καθόλου. Όμως δεν υπήρχε στιγμή που να μην τον σκεφτόταν. Ενώ ο Τάσος όλη αυτή την εβδομάδα αναρωτιόταν γιατί η Αγγέλα έφυγε τόσο βιαστικά μόλις άκουσε το τραγούδι εκείνο. Μετά από μια εβδομάδα, η Αγγέλα συναντά τον Τάσο τυχαία την ώρα που είχε πάει να κάνει μία βόλτα στο πάρκο. Εκείνος με το κίτρινο ποδήλατό του, εκείνη τον βλέπει και τον χαιρετά. Κι εκείνος το ίδιο. Ο Τάσος την ρωτάει αν θέλει να περπατήσουν για λίγο και να συζητήσουν. Εκείνη δέχεται. Εκείνος αυτή την φορά ήταν αποφασισμένος να της πει το πώς νιώθει για εκείνη και αυτό έκανε. Ενώ περιπατούσανε και συζητούσαν τη ρωτάει εάν θέλει να γίνει το κορίτσι του. Της λέει πως την αγαπούσε πολύ κι ότι ήτανε ερωτευμένος μαζί της. Όσο ο Τάσος της έλεγε όλα αυτά που ένιωθε η Αγγέλα σκεφτόταν να δεχτεί ή όχι; Ένας άγγελος δεν χρειάζεται μια τέτοια στιγμή για αυτό και έφυγε. Η Αγγέλα μετά από λίγο απαντάει και λέει το ναι. Εντωμεταξύ στο σπίτι της όλα είχαν ηρεμίσει και η μητέρα της ήτανε πολύ καλύτερα. Η Αγγέλα είχε γυρίσει στο σπίτι της και ήτανε μαζί με τη μητέρα της ενώ τον πατέρα της τον φυλάκισαν για μερικά χρόνια. Τώρα η Αγγέλα και ο Τάσος είναι πολύ ερωτευμένοι.
   Μετά από ένα χρόνο και αφού είχαν τελειώσει με το σχολείο αποφάσισαν να συζήσουν και αργότερα να παντρευτούν. Ακόμα και ένας ανίσχυρος μπορεί να κάνει τα όνειρα ενός ανθρώπου πραγματικότητα.

ΤΕΛΟΣ

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Ποιοί είμαστε και τι κάνουμε

Τη φετινή σχολική χρονιά, 2012-2013, στα πλαίσια των εξωσχολικών δραστηριοτήτων (πολιτιστικά προγράμματα) δημιουργήσαμε μια λέσχη φιλαναγνωσίας.
Μέλη της είναι μαθητές του Γυμνασίου και του Λυκείου Κονταριώτισσας Πιερίας.
Στην αρχική συγκέντρωση, την Κυριακή 02-Δεκεμβρίου 2012, καθορίσαμε τι ακριβώς θα κάνουμε. Υιοθετήσαμε την πρόταση του υπεύθυνου καθηγητή να διαβάζουμε όλοι το ίδιο βιβλίο χωρίς όμως να διαβάζουμε το τέλος (είναι καλυμμένες με χαρτοταινία οι τελευταίες σελίδες) και να γράφουμε, με λογοτεχνικό ύφος, το τέλος όπως εμείς το φανταζόμαστε.
Επίσης αποφασίσαμε να γράψουμε ένα βιβλίο μόνοι μας: ξεκινάει ο πρώτος να γράφει το 1ο κεφάλαιο, συνεχίζει ο δεύτερος γράφοντας το 2ο κεφάλαιο κ.ο.κ. μέχρι να γράψει ο τελευταίος το τέλος.
Δεν ξέρουμε αν θα έχουμε επιτυχία αλλά θα προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις. Εδώ θα διαβάζετε αυτά που γράφουμε.
Πρώτο βιβλίο που επιλέξαμε είναι το "Ανίσχυρος Άγγελος" του Μάνου Κοντολέων.
Σε λίγες μέρες θα έχουμε αναρτήσει τις δικές μας εκδοχές για το πως φανταζόμαστε εμείς να τελειώνει η ιστορία. Στις αναρτήσεις αυτές μπορείτε να δημοσιεύετε τα δικά σας σχόλια και έτσι να αναπτυχθεί ένας διάλογος.
Η ομάδα μας αποτελείται από τους εξής:

Μαθητές:

Κουτρουλού Κατερίνα
Ζαρογιάννη Κατερίνα
Μιχαλήτσιου Ελευθερία
Νάτσιου Φυλλιώ
Τσιλιγκίρη Αναστασία
Λάλα Αουρέλα
Παπαδοπούλου Ανθή
Παπακώστα Τάνια
Τσιλιγκίρη Αναστασία
Τσίπη Έλντα
Φόλιου Μαρία
Τζακόι Αγγελική
Χαρέλας Ραφαήλ
Χαρέλα Αναστασία

Υπεύθυνοι καθηγητές:
Λίνα Γιαμούζη
Γιώργος Τούλης