Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Μαρία - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


  Άλλη μια νύχτα πέρασε ξανά με έναν γλυκό ύπνο όπως συνηθίζεται τον τελευταίο καιρό. Αυτό το βράδυ κάτι ήταν, λίγο διαφορετικό από τα προηγούμενα. Ονειρεύτηκα. Ονειρεύτηκα όλη μου τη ζωή αφαιρώντας αυτόν τον χρόνο τον τόσο περίπλοκο και αλλόκοτο. Πρόσθετα όμως και κομμάτια του μέλλοντος τα οποία απεικόνιζαν μια όμορφη και δεμένη οικογένεια των τεσσάρων μελών στο Άαχεν. Ήμασταν εμείς. Ήταν η δική μου οικογένεια. Με την μαμά, τον μπαμπά, την Φάρμουρ και εμένα ενωμένους και αχώριστους.
    Ακούω βήματα και λέω να κάνω πως κοιμάμαι αλλά δεν προλαβαίνω. Ανοίγει η μισόκλειστη πόρτα του δωματίου μου, του κλουβιού μου και εισβάλει μέσα με φόρα η Φάρμουρ.
     -Καλημέρα Κωνσταντίνα! Πώς νιώθεις; Φαίνεσαι λίγο ταραγμένη. Συνέβη τίποτε;
  Τι όμορφη φωνή. Τόσο γλυκιά και γαλήνια που με ταξίδεψε σε άγνωστους μα τόσο ευχάριστους καιρούς. Επανέλαβε την πρόταση της άλλες δύο φορές. Όπως συνηθίζονταν άλλωστε. Τελικά πήρα την απόφαση να κάνω πέρα το ζεστό πάπλωμα και να σηκωθώ από το στενό μου κρεβάτι.
      -Καλά είμαι ευχαριστώ.
      -Θες να σου φέρω να φας εδώ ή θα περάσεις μέσα;
       -Θες να σου φέρω να φας εδώ ή θα περάσεις μέσα;   
       -Θες να σου φέρω να φας εδώ ή θα περάσεις μέσα;
        -Δεν έχω και πολύ όρεξη.
        -Πρέπει να φας όπως και να χει. Θα περάσει και ο γιατρός να σε δει μετά και πρέπει να έχεις φάει κάτι.
       -Καλά. Της απάντησα, για να με αφήσει και να ηρεμήσω λίγο.
Δεν πρόλαβα να βγω από το μπάνιο και ξάφνου ακούστηκε μια αντρική φωνή. Ήταν σχετικά γνώριμη στα αυτιά μου, αλλά διάφοροι παράγοντες στεκόταν εμπόδιο στο να καταλάβω ποιος μιλούσε με την Φάρμουρ.
     -Κωνσταντίνα; Η Φάρμουρ είναι. Έλα ήρθε ο γιατρός!
Της απάντησα με την πρώτη και της είπα πως σε  μισό λεπτό είμαι εκεί και η φωνή μου ήταν αδύναμη σαν την φωνή μιας νέας Κωνσταντίνας. Δεν ήταν δειλή , ούτε έλεγε ψέματα. Ήταν φρέσκια και καινούρια παρά την αδυναμία της.
     Ντριν , ντριν το κουδούνι, ξανά. Ποιος να είναι άραγε τόσο νωρίς; Τώρα ακούω τρεις διαφορετικές φωνές. Οι Ασπασίες είναι. Γνώριζαν μάλλον, για την επίσκεψη του γιατρού και θέλησαν να μάθουν πως είμαι, από ιατρική άποψη. Κάνω την είσοδό μου στο χώρο που ήταν όλοι μαζεμένοι και όλοι μαζί είπαν με μια αλλά και πολλές φωνές.
       -Καλημέρα Κωνσταντίνα. Πώς είσαι σήμερα;
Νομίζω ότι η έκφραση του προσώπου μου και το λαμπερό φως που πήγαζε από τα μάτια μου τους έδωσε την απάντηση που έψαχναν.
       -Κωνσταντίνα, λέει ο γιατρός, πέρασα να δω αν έχεις συνέλθει από την κόπωση και αν ο πυρετός σου έχει υποχωρήσει. Μετά από πέντε λεπτά η διάγνωσή του ήταν πως είμαι καλά και πως είμαι αρκετά δυνατή, για να επιστρέψω στα θρανία. Δεν ξέρω αν το ήθελα πραγματικά να γυρίσω, μα ήθελα πολύ να δω ένα γνώριμο και χαρούμενο πρόσωπο της ηλικίας μου δίπλα μου τώρα. Η Βίκυ δεν με επισκέφτηκε καθόλου τόσο καιρό και μπορώ να πω πως την πεθύμησα κιόλας. Μετά από ώρα ο γιατρός έφυγε και η Φάρμουρ με τις Ασπασίες πήγαν στην κουζίνα να αποφασίσουν τι να μου ετοιμάσουν για μεσημεριανό. Δεν άργησε και πολύ να φτάσει αυτή η ώρα και στο τραπέζι μας ήρθε και προστέθηκε ο Βασίλης με την Μαρίνα. Χάρηκα πολύ με αυτήν την απρόσμενη επίσκεψη. Δεν μπορώ να βρω καλύτερη στιγμή από αυτή, για να ανακοινώσω την απόφασή μου.
       -Θέλω να σας πω απευθυνόμενη σε όλους σας ότι δεν σκοπεύω να πάω σε καμία και σε κανέναν ειδικό να με βοηθήσει όσος καιρός και αν περάσει, έχω εσάς να μου συμπαραστέκεστε και να με κρατήσετε μακριά από οτιδήποτε κακό. Οι Ασπασίες έβαλαν τα δάκρυα ενώ η Φάρμουρ δάκρυσε στην προσπάθειά της να μη βάλει τα κλάματα. Ο Βασίλης απέκτησε ένα τεράστιο χαμόγελο και η Μαρίνα με κοίταξε ενθουσιασμένη.
        Πέρασαν τρεις εβδομάδες σαν νερό και ούτε που κατάλαβα τίποτα. Πλέον είμαι καλά και δεν έχω κανέναν ανάγκη εκτός από το σιρόπι, γιατί τα βρογχικά μου που ακόμα δεν έχουν πάρει την απόφαση να με αφήσουν. Δεν με πειράζει, μικρό το κόστος.
       Τον Λουμίνη δεν τον έχω ξαναδεί από τότε που με οδήγησε μέσα στην αγκαλιά του στο σπίτι της γιαγιάς Φάρμουρ. Έτσι την λέω τώρα το συμφωνήσαμε. Δεν μου χαλά χατήρι. Έκανε και το κουμάντο του ο Σταύρος και μου άφησε ένα γράμμα. Μου έλεγε πως πάει να βρει την κουκουβάγια, την Κωνσταντίνα και πως θα γινόταν εθελοντής στο νησί. Έγραψε ακόμη πως παρέδωσε την λαίδη Ντι στην αστυνομία χωρίς να εμπλέξει εμένα κυρίως,ούτε όμως και τον ίδιο. Το έκανε , για το λαστιχάκι, λέει, που με έβαλε και την περιπέτεια που πέρασα.
        Σήμερα περιμένω επισκέψεις από τη Γερμανία. Θα έρθουν όλοι. Ο μπαμπάς, η μαμά, ο χερ Χάινερ και η Σίγκριντ. Θα φάμε μαζί με τις Ασπασίες , τον Βασίλη και την Μαρίνα. Η χαρά μου απερίγραπτη και εγώ...μια νέα Κωνσταντίνα που δεν λέει ψέματα και δεν είναι ατρόμητη. Μια Κωνσταντίνα με πολλές περιπέτειες για διήγηση και ένα πολύ μεγάλο HAPPY END!
                          ΤΕΛΟΣ     

1 σχόλιο:

  1. Σαν ένα πρώτο σχόλιο έχω να πω ότι μου άρεσε πάρα, μα πάρα πολύ, το "γιαγιά Φαρμούρ". Περικλείει, πολύ έξυπνα νομίζω, όλες τις αλλαγές που έγιναν στη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας.
    Είναι τόσο καλό που εγώ στη θέση της Μαρίας θα έκλεινα το βιβλίο με αυτό. Τι πιο ωραίο τέλος από το να άκουγε η Φαρμούρ την εγγονή της να τη φωνάζει γιαγιά. Όχι σκέτο γιαγιά βέβαια, διότι θα ήταν πολύ γλυκανάλατο και δεν θα έδενε με την ιστορία.
    Πιστεύω ότι και η ίδια η συγγραφέας, αν το είχε σκεφτεί θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει το "γιαγιά Φαρμούρ".
    Όπως καταλαβαίνετε είμαι ενθουσιασμένος με το εύρημα. Θεωρώ ότι αρχίζουμε ως ομάδα να πετυχαίνουμε τους στόχους μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή