Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Αναστασία (Γυμνάσιο) - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


Η  Κωνσταντίνα  μόλις  έμαθε  γιατί  βρισκόταν  σε αυτή  την  κατάσταση  τόσο  καιρό  θύμωσε  με  εκείνο το  αγόρι  που  της  έδινε αυτά  τα χάπια  και  της  έλεγε ψέματα ότι  της κάνουν  καλό. Όταν  τον  είδε  την  επόμενη μέρα, αυτός  της  έδωσε και άλλα  χάπια, τότε η Κωνσταντίνα  του είπε
-Γιατί  δεν  μου είπες  την  αλήθεια  για  αυτά τα  χάπια  και  έλεγες  πως  θα μου  κάνουν  καλό;
-Αφού  όταν  έπαιρνες  αυτά  τα  χάπια  μετά αισθανόσουν  πολύ  καλύτερα!
-Ναι  αλλά  εγώ  πίστευα  πως θα με βοηθούσες   με  έναν  καλό  τρόπο, σε εμπιστεύτηκα  και  εσύ  προσπάθησες  να  με καταστρέψεις  με τον χειρότερο τρόπο.
Μετά από αυτό η Κωνσταντίνα όταν πήγε σπίτι είπε στην γιαγιά της, συνειδητοποίησε πως η γιαγιά της, της έκανε παρατηρήσεις επειδή νοιαζόταν  γι’ αυτή. Τότε η Κωνσταντίνα της είπε
-Συγνώμη που δεν σε άκουγα τόσο καιρό. Εσύ ήθελες πάντα το καλό μου και προσπαθούσες να με προστατέψεις  όμως εγώ πίστευα πως το έκανες επίτηδες γιατί δεν με συμπάθησες ποτέ.
Έπειτα  από λίγο καιρό η Κωνσταντίνα αποφάσισε πως θέλει να πάει στην Γερμανία που ζούσαν  οι γονείς της. Μόλις έμαθαν τι είχε συμβεί στην κόρη τους αποφάσισαν και οι δύο πως πρέπει να είναι και πάλι μαζί για χάρη της κόρης τους.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Ανθή - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


Την άλλη μέρα, όλα ήταν πολύ περίεργα. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, έσπρωξα το πάπλωμά μου και προσπάθησα να σηκωθώ. Ένιωθα σαν να έσκαγαν αμέτρητες βόμβες δίπλα μου, τέτοιο πονοκέφαλο είχα! Μακάρι να'χα ένα χαπάκι. Να ένιωθα λίγο καλύτερα, έστω για λίγο, και μετά πάλι από τον ουρανό, απότομα στο χώμα. Αφού τα κατάφερα να σηκωθώ, έσυρα το κουρασμένο μου κορμί στο σαλόνι.
-Φάρμουρ! φωνάζω, μα πουθενά η Φάρμουρ. Λογικά θα κατέβηκε να πάρει κάτι, σκέφτηκα, μα την ίδια στιγμή άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα.
-Φάρμουρ, που ήσουν;
-Καλημέρα πρώτα!
-Καλημέρα πρώτα. Που ήσουν;
-Που θες να ήμουν; Στο μαγαζί πήγα να ψωνήσω μερικά πραγματάκια. Παρεπιπτόντως, βρήκα στο ταχυδρομικό κουτί μας αυτά.
-Τι είναι αυτά;
-Τα γερμανικά σου σιρόπια είναι. Σου έστειλε τρία μπουκάλια ο μπαμπάς σου. Θα τα κρατήσω εγώ όμως.
-Ωραία!, έκανα και χάθηκα πάλι μεσ'το δωμάτιο. Πήγα να ρίξω μια ματιά στον Χερ Χάινερ γιατί απ'τη στιγμή που ξύπνησα, δεν τον άκουσα καθόλου.
-Χερ Χάινερ, του φώναξα, καλημέρα! μα τίποτα αυτός. Τον παρατήρησα καλύτερα. Κοιμόταν; όχι...δεν κουνιόταν, δεν έκανε τίποτα. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Άνοιξα το πορτάκι και τον πήρα στην χούφτα μου. Τα δάκρυα δεν άργησαν να έρθουν. Ο Χερ Χάινερ ήταν νεκρός. Η γιαγιά μόλις με άκουσε έτρεξε αμέσως κοντά μου.
-Τι έγινε Κωνσταντίνα;
-Πέθανε Φάρμουρ, πέθανε...
-Γιατί; Πότε;
-Δεν ξέρω Φάρμουρ. Φύγε σε παρακαλώ. Άσε με λίγο μόνη μου.
-Θέλεις να σου φέρω τίποτα; Ένα γάλα παγωμένο;
-Βάλε μου ένα ποτήρι και θα έρθω σε λίγο στην κουζίνα να το πιω.
   Παράξενη συμπεριφορά. Φένεται δε θέλει να με κάνει χειρότερα. Τώρα το τελευταίο που θέλω να σκέφτομαι είναι η συμπεριφορά της Φάρμουρ. Έπρεπε να δω τι θα κάνω με τον Χερ Χάινερ. Νιώθω τόσο μόνη χωρίς αυτόν. Έτσι μου'ρχετε να πάω και να καταπιώ και τα τρία μπουκάλια με το σιρόπι, να ξεχαστώ. Και ο Λουμίνης; Πού είναι τώρα που τον χρειάζομαι; Θέλω να τον δω, να τον αγκαλιάσω. Δε με νοιάζει που με πρόδωσε. Τον σκέφτομαι συνέχει. Έχει κολλήσει στο μυαλό μου η μορφή του, με τα λουσμένα μαλλιά που είχαν χρώμα μελί. Πόσο όμορφος είσαι Λουμίνη όταν λούζεις τα μαλλιά σου. Έβαλα τον Χερ Χάινερ πίσω στο σπιτάκι του και πήγα να πιω το παγωμένο γάλα που με περίμενε.
-Φάρμουρ, θέλω να μου κάνεις μια χάρη
-Τι χάρη;
-Θέλω το απόγευμα να πάμε με τις Ασπασίες να θάψουμε τον Χερ Χάινερ.
-Σιγά μη του πάρουμε και φέρετρο, αστιέυτηκε θέλωντας να κάνει το κλίμα λίγο πιο ευχάριστο.
-Φάρμουρ, μιλάω σοβαρά. Σε παρακαλώ...
-Καλά, καλά, εντάξει. Θα πάμε. Υπάρχει ένα λοφάκι κοντά στο σπίτι της μικρής Ασπασίας.
-Ευχαριστώ Φάρμουρ, είπα τελειώνωντας και την τελευταία γουλιά από το γάλα μου και έτρεξα και πάλι στο δωμάτιο μου. Μετά από λίγο την άκουσα να τηλεφωνεί στις Ασπασίες για να έρθουν πιο νωρίς απ' ότι είχαν κανονίσει. Ήσυχη για λίγο έπεσα στο κραβάτι μου και ξανακοιμήθηκα.
   Ξυπνάω από τις φωνές. Πέντε η ώρα. Η Φάρμουρ πλησιάζει στο δωμάτιο, λες και είχε βάλει κάμερα και είδε πως ξύπνησα.
-Κωνσταντίνα, σήκω! Ετοιμάσου σιγά-σιγά για να φύγουμε.
Σηκώθηκα, έβαλα ένα παντελόνι και μία μπλούζα στα γρήγορα, πήρα τον Χερ Χάινερ με το κλουβί του και βγήκα στο σαλόνι.
-Καλώς τη!
-Καλώς τη!
-Καλώς τη!
Οι τρεις Ασπασίες σαν χορωδία με χαιρέτησαν με ένα πλατύ χαμόγελο. Ανταπέδωσα και εγώ, και άφησα το κλουβάκι του Χερ Χάινερ στο πλάι.
-Κόλυβα κάνατε; αστειέυτηκε η παχουλή Ασπασία.
Ντριιιν, το κουδούνι. Ποιος να΄ναι τέτοια ώρα;
Η Φάρμουρ πήγε βιαστικά στην πόρτα και άνοιξε.
-Γεια σας, είναι η Κωνσταντίνα εδώ;
-Εδώ είναι. Ποιος είσαι;
Ναι, ήταν ο Λουμίνης. Έτρεξα στην πόρτα και τον είδα. Δεν το πίστευα! Τα μαλλιά του φρεσκολουσμένα, έλαμπαν και τα μάτια του, τόσο όμορφα...
-Πέρνα μέσα, του είπα.
Εκείνος πέρασε και εγώ τον οδήγησα στο δωμάτιό μου.
Οι Ασπασίες κοιτούσαν γεμάτες απορία, το ίδιο και η Φάρμουρ.
-Θα σας εξηγήσω αργότερα, τους είπα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
-Συγνώμη αν...
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, κι εγώ, τόσο αυθόρμητα χώθηκα στην αγκαλιά του.
-Τι έγινε; Τι κάνεις; με ρωτάει.
-Μου έλειψες. Σε παρακαλώ, μη με ξαναφήσεις μόνη μου, σε χρειάζομαι. Πες μου σε παρακαλώ ότι μου έφερες χαπάκι. Θέλω να μην θυμάμαι τίποτα, έστω και για λίγο. Πέθανε ο Χερ Χάινερ, το χαμστεράκι μου. Τώρα νιώθω πιο μόνη από ποτέ και χωρίς εσένα δεν θα...
-Σταμάτα, μη λες άλλα. Δε μπορώ να ακούσω τίποτα πια. Όχι δε σου έφερα χαπάκι κι ούτε πρόκειται να σου ξαναφέρω. Ήταν μεγάλο λάθος. Δεν έπρεπε να σε ανακατέψω σ'αυτό. Δες σε τι κατάσταση σε έφερα. Εγώ φταίω για όλα. Δε θ'αντέξω για πολύ, το ξέρω. Ο οργανισμός μου τον τελευταίο καιρό μου ζητάει όλο και περισσότερες δόσεις. Γι'αυτό θέλω να σου δώσω κάτι, σε περίπτωση που...
-Πού; Όχι. Δεν θα σ'αφήσω να φύγεις. Θα μείνεις εδώ, μαζί μου. Όσο για το χαπάκι, ναι, έχεις δίκιο. Δεν έπρεπε να το πάρω ποτέ. Αλλά δε φταις εσύ. Ό,τι έκανα το έκανα με δική μου θέληση. Εσύ ποτέ δε με πίεσες να κάνω κάτι που δε θέλω. Λοιπόν, έχω μια ιδέα και σίγουρα όλοι θα μας βοηθήσουν στο να τη πραγματοποιήσω. Θα μ'ακούσεις;
-Ναι. Πάρε πρώτα αυτό όμως.
Τότε βγάζει το μεταγιόν που είχε στο λαιμό του, με το πέτσινο λουρί, τον λύκο και την τρύπα στη μέση και το αφήνει στη χούφτα μου.
-Γιατί μου το δίνεις αυτό; τον ρώτησα.
-Θέλω να το κρατήσεις, έτσι ώστε σε περίπτωση που γίνει το οτιδήποτε να το έχεις, να με θυμάσαι.
-Τίποτα δε θα γίνει, μη το ξαναπείς αυτό. Θα κάνουμε αυτό που θα σου πω. Άκουσε με, δεν έχουμε πολύ ώρα γιατί πρέπει να πάμε να θάψουμε τον Χερ Χάινερ. Οι δικοί μου, μου πρότειναν να πάω σε κάποιους ειδικούς για να με βοηθήσουν. Στην αρχή, μόλις μου το είπαν τα έβαλα μαζί τους και αρνήθηκα, μα αυτή η σκέψη ορίμασε μέσα μου και σκέφτηκα πως αυτό είναι το σωστό. Αυτό θα κάνουμε, δεν δέχομαι αντίρριση. Λου...Σταύρο, πρέπει να με ακούσεις, αυτό είναι το σωστό.
-Άκου μικρή, αυτό είναι το σωστό για σένα. Εγώ έχω πάρει την κάτω βόλτα και είναι πια αργά για να γυρίσω. Το ξέρω πως αυτό δε θα βγάλει πουθενά. Τσάμπα θα ταλαιπωρηθώ.
-Αν το θέλεις πραγματικά θα γίνει, πίστεψέ με. Μπορεί να είμαι μικρή, αλλά ξέρω κάποια πράγματα. Θα είμαστε μαζί σ'αυτό, δε θα σ'αφήσω, στο υπόσχομαι. Θα σε στηρίξω και θα με στηρίξεις.
-Αχ ρε μικρό, δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα. Χρειάζονται λεφτά και εγώ δεν έχω.
-Ξέχνα τα λεφτά, αυτό το κανονίζω εγώ και οι δικοί μου. Θες να προσπαθήσουμε; Πες μου ναι, σε παρακαλώ. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο καλό θα μου κάνει. Είναι καιρός να αλλάξουμε ζωή. Εσύ περισσότερο. Δε θες να τ'αφήσουμε όλα πίσω; Δε θες να είσαι και πάλι υγειής; Να μην ξαναχρειαστεί να τρυπηθείς; Να μπορείς επιτέλους να ξαναπαίζεις ήσυχος το πιάνο σου; Άκουσέ με, όλα θα είναι καλύτερα.
Τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Πόσο όμορφος ήταν. Τον τράβηξα στην αγκαλιά μου και αμέσως ένιωσα τα δάκρυα του καυτά, να τρέχουν πάνω στην πιτζάμα μου. Του χάιδεψα τα μαλλιά, πόσο απαλά ήταν.
-Λοιπόν, θα το κάνουμε; τον ξαναρωτάω.
-Τι να πω...Ας το κάνουμε.
   Εκείνη η στιγμή ήταν η καλύτερη της ζωής μου. Ξέχασα και τον Χερ Χάινερ, και τους γονείς μου και όλα. Όλα! Από εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε μια νέα ζωή για εμάς.Τον πήρα από το χέρι και βγήκαμε έξω.
   Οι Ασπασίες και η Φάρμουρ, μας κοιτούσαν με ένα επίμονο βλέμμα και τις ευχαρίστησα πολύ που ήρθαν αμέσως όταν τους το ζήτησα, αλλά στη κηδεία του χερ Χάινερ θα πήγαινα με τον Λουμίνη. Τους είπα επίσης και να τηλεφωνήσουν στο κύριο Μπένο και τη Μαρίνα.
-Δε θα πάτε μόνοι σας, είπε η Φάρμουρ μα η Ασπασία που <<στύβει την πέτρα>> της έριξε ένα άγριο βλέμμα κι εκείνη δεν ξαναμίλησε.
   Βγήκαμε από το σπίτι και με τον χερ Χάινερ στο κλουβάκι περπατούσαμε αμίλητοι, πιασμένοι χέρι-χέρι. Η κατεύθυνση προς το λοφάκι ήταν στο δρόμο στον οποίο βρισκόταν το σπίτι της Λαίδης Ντι. Όταν περάσαμε απ'έξω, είδαμε κόσμο μαζεμένο. Σταματήσαμε να ρωτήσουμε τι συμβαίνει.
-Βρήκαν μια κοπέλα νεκρή, από υπερβολική δόση. Είχε μία σύρρηγα καρφωμένη στο πόδι και ένα λαστιχάκι. Ανέβηκαν πάνω αστυνομικοί και νοσοκόμοι. Δεν γνωρίζω τίποτα παραπάνω.
   Εμείς μη μπορώντας να πιστέψουμε στα αυτιά μας, κοιταχτήκαμε και προχωρήσαμε προς τον προορισμό μας.
-Ήταν αναμενόμενο, είπε ο Λουμίνης.
-Ναι, αλλά τόσο γρήγορα;
-Κάποια στιγμή θα γινόταν. Καλύτερα έτσι.
-Δεν στεναχωρήθηκες καθόλου;
   Δεν μου απάντησε. Ο ίδιος Λουμίνης, που ποτέ δεν απαντούσε στις ερωτήσεις που του έκανα.
   Φτάσαμε. Ανηφορίζουμε το λοφάκι και πηγαίνουμε σε μια άκρη. Βάζουμε τα γάντια μας και αρχίζουμε να σκάβουμε μια μικρή γούρνα. Μετά από λίγο όλα ήταν έτοιμα και ο χερ Χάινερ κάτω από το χώμα. Το πόσο πόνεσα όταν τον είδα έτσι δεν περιγράφεται. όμως ένιωθα δυνατή καθώς δίπλα μου ήταν αυτός...Και τότε, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
   Φτάνουμε στο σπίτι. Ήρθε η ώρα της αλήθειας, σκέφτομαι έντρομη. Μπαίνουμε μέσα. Εκεί μας περιμένουν όλοι. Φάρμουρ, Ασπασίες, Βασίλης, Μαρίνα.
-Καλώς τους, είπε η Φάρμουρ πρώτη-πρώτη. Καθήστε. Αγόρι μου, θες να πιεις κάτι; Εσύ Κωνσταντίνα;
-Όχι ευχαριστώ, είπε εκείνος.
Όχι έγνεψα κι εγώ και της είπα να καθήσει. Όλοι με κοιτούσαν επίμονα ζητώντας μου με το βλέμμα τους να τους τα πω όλα. Και έτσι άρχισα να τους διηγούμε τα πάντα. Αυτό που έπρεπε να είχα κάνει απ'την αρχή. Όλα όσα συνέβησαν από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα. Όλα όσα συνέβησαν αυτό το διάστημα. Για τους Γερμανούς, τον Λουμίνη, τη Λαίδη Ντι, την κουκουβάγια, ΤΑ ΧΑΠΑΚΙΑ! Όλοι βιάστηκαν να κατηγωρήσουν τον Λουμίνη μα εγώ τους εξήγησα πως δεν έφταιγε εκείνος για ό,τι έγινε και πως με βοήθησε πολύ. Τους εξήγησα το πόσο καλό μου έκανε που τον γνώρισα και πως τον αγαπάω πολύ. Και για το τέλος τους κράτησα το καλύτερο. Τους ανακοίνωσα πως αποφάσισα να βοηθηθώ από τους γιατρούς που ήθελαν να με στείλουν και μαζί με εμένα και ο Λουμίνης. Όλοι τότε χαμογέλασαν και χάρηκαν πολύ. Περισσότερο όμως χάρηκε η Φάρμουρ μου. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει και το βλέμμα της ήταν τόσο τρυφερό. Τελικά μπορώ να πω πως μ'αγαπάει λίγο. Όχι μόνο αυτή όμως. Έχω κοντά μου ανθρώπους που νοιάζονται για εμένα. Μα αυτή τη στιγμή θα ήθελα τους γονείς όσο τίποτα άλλο κοντά μου. Αχ πόσο μου λείπουν. Δε θέλω να τους σκέφτομαι τώρα, όχι τώρα. Τώρα το μόνο που θέλω να σκέφτομαι είναι η νέα μου ζωή που ξεκινάει από αύριο. Θέλω να γίνω το καλύτερο κορίτσι και φυσικά να ''γιατρεφτώ''. Τέλος τα χάπια, τέλος όλα. Κλείνω τα μάτια και βλέπω την παλιά μου ζωή να απομακρύνεται, να φεύγει, τυλιγμένη μέσα σε ιστούς αράχνης...!

Τάνια - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


…Η ψυχολογική υποστήριξη είχε συνεχιστεί  για εβδομάδες .Ο κύριος  Βασίλης και η κοπέλα του με επισκεπτόταν όλο και  πιο συχνά !Πολλές φορές έμεναν  μαζί μας για μεσημεριανό ,και γεύονταν με ευχαρίστηση τις νοστιμιές της Φάρμουρ !Και φυσικά ήταν και οι τρείς Ασπασίες  μαζί μας !Μάλιστα ,η Ασπασία που ‘’στύβει πέτρα’’ μου είπε :Να εύχεσαι να κληρονομήσεις την προκοπή της γιαγιάς σου !Στην Αντίσταση δεν άφησε στρατιώτη ατάιστο !Όσοι ζούν , έχουν να λεν για τα γεμιστά της !’’Αν και δεν ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα !Μπορεί  στους πρώτους μήνες της παραμονής μου στην Ελλάδα να μην την συμπαθούσα ,αλλά ποτέ δεν έμεινα νηστική ή βρώμικη !Η πραγματική μου κατρακύλα άρχισε  όταν μπλέχτηκα με τα ναρκωτικά !Δε λουζόμουν συχνά ,φορούσα το ίδιο λεκιασμένο μπλουζάκι για μέρες …Όταν ήμουν στη Γερμανία ,ποτέ δε φορούσα το ίδιο μπλουζάκι για τρίτη φορά στη σειρά !Αχ Σίγκριτ μου και να με έβλεπες !Δεν θα με γνώριζες !
           Κάθε μέρα είναι σκέτο βάσανο !Νιώθω ένα κενό μέσα μου !Μια εγκατάλειψη !Η κοπέλα του κυρίου Βασίλη με είχε προειδοποιήσει  για αυτό !’’Ο πόνος θα είναι ασταμάτητος !Και δεν εννοώ τον σωματικό !Τα νεύρα σου θα είναι λίγο τσιτωμένα για τους επόμενους μήνες ! Είσαι σίγουρη πως δεν θες να συμβουλευτείς κάποιον ειδικό ?Είμαι σίγουρη πως θα σε βοηθήσει πολύ !Και θα είμαστε όλοι δίπλα σου και θα σε στιρίξουμε ότι κι αν αποφασίσεις !''
Οι μέρες κυλούσαν σαν νερό. Όταν ξυπνούσα ήταν πάντα βράδυ. Λες και έπαψε ο ήλιος να ανατέλει πια για μένα. Πονούσα. Πονούσα πολύ. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο εκτός από αυτά τα αναθεματισμένα μπλε χαπάκια !Όμως ,ήμουν αποφασισμένη !Δεν θα το άφηνα να με κερδίσει !Ποτέ ξανά !Η γιαγιά μου δεν εγκατέλειψε ποτέ τις προσπάθειες για να με πείσει να πάω σε γιατρό. Και σκέφτομαι σοβαρά να πάω !Δεν έχω τίποτα να χάσω !Στο μεταξύ ,ο μπαμπάς και η μαμά μου τηλεφωνούσαν συχνά !Συμφωνήσαμε να μην τους πούμε τίποτα για την περιπέτειά μου. Θα ξεμπλέξω χωρίς να τους ανησυχήσω κι αυτούς !Και η μαμά τώρα που έχει το μωρό δεν πρέπει να στενοχωριέται !Ο μπαμπάς μου είπε στο πιο πρόσφατο τηλεφώνημά του:' 'Κωνσταντινιώ μου σύντομα θα αναρρώσω πλήρως και θα έρθω Ελλάδα να σε δώ !''ΩΧ αυτό μας έλειπε τώρα. Τα μπάλωσα βιαστικά: ''Όχι, όχι μπαμπάκα μου !Δεν πειράζει !Θα περιμένουμε μέχρι να τελειώσει η χρονιά και θα ανέβω εγώ Γερμανία !''Ελπίζω δηλαδή να έχω ξεμπλέξει μέχρι τότε !
  Ξεκίνησα θεραπεία αποτοξίνωσης !!!.Δεν ήταν τόσο δύσκολο τελικά !Ο γιατρός με ρωτούσε αρχικά για τα παιδικά μου χρόνια ,για τη ζωή μου στη Γερμανία, για το διαζύγιο των γονιών μου...Το σημείο που με πόνεσε περισσότερο όμως, ήταν ο λόγος που με οδήγησε στα ναρκωτικά .Όταν ανήγγειλε την διάγνωση ήταν και η Φάρμουρ μπροστά.
''Το παιδί ήταν απεγνωσμένο !Ήρθε σε ένα ξένο, ουσιαστικά, π περιβάλλον, και το θεωρούσε αφιλόξενο !Επιπλέον, ήταν και το διαζύγιο των γονιών της !Δεν μπορούσε να συνηθίσει στην ιδέα ότι οι γονείς της δεν θα ζούν μαζί. Και το γεγονός οτι ο πατέρας της παντρεύτηκε μια γυναίκα η οποία είχε ήδη ένα παιδί ,την έκανε να νιώσει πως είναι στο περιθώριο !Τα ναρκωτικά την έκαναν να νιώσει πιο ανάλαφρη, πιο ελεύθερη ,ατρόμητη !Πίστευε πως ήταν άτρωτη και πως μπορούσε να κάνει τα πάντα !Χωρίς καν να το καταλάβει βρέθηκε μπλεγμένη στο πιο άσχημο παιγνίδι που μπορούσε να της παίξει η μοίρα ''μα δεν θα πεις τίποτα :'''όχι Φάρμουρ. Τίποτα...' Η γιαγιά μου ένοιωθε τις τύψεις να την κυνηγούν. Μου ζήτησε συγγνώμη και με έσφιξε στην αγκαλιά της. Ξεσπάσαμε και οι δύο σε ένα λυτρωτικό κλάμα !....Οι θεραπείες συνεχίστηκαν....
                   ΜΑΊΟΣ
Λίγο πριν της εξετάσεις....
Ο εθισμός σταμάτησε! Δεν πονάω πιά! Και πάλι όλοι μαζί στο σπίτι της Φάρμουρ, ο κύριος Βασίλης με την κοπέλα του, να τσουγκρίζουμε τα ποτηράκια με κρασί ευτυχισμένοι !Συνεννοήθηκα με τον μπαμπά να με παραλάβει από το αεροδρόμιο...Σε τρείς μέρες φεύγω ! Ολοι μου ευχύθηκαν καλό ταξίδι!Θα μου λείψει η Φάρμουρ ! Και ο κύριος Βασίλης! Και οι τρείς Ασπασίες! Αν και δεν νομίζω να ξαναδώ τον Σταύρο ποτέ. Ελπίζω να ξεμπλέξει. Τον αγάπησα πολύ. Νομίζω. Εκτός κι αν αυτό δεν ήταν έρωτας αλλά εξάρτηση !
                                         ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ…
ΣΤΟ κεντρικό αεροδρόμιο.Το αεροπλάνο για το Ααχεν φεύγει σε πέντε λεπτά.Περιμέναμε να ακούσουμε την ανακοίνωση της αναχώρησής της. Εγώ .Η Φάρμουρ.  Οι τρείς Ασπασίες.Κοιτούσα αδιάφορα τριγύρο .Ξάφνου είδα κάποιον που μου έμοιαζε γνωστός… !Σαν τον… Ναι! Ναι , ήταν  ο Σταύρος !Ο Σταύρος του πιάνου όμως !Με το καθαρό του πρόσωπο και τα λαμπερά του μαλλιά !’’Μα καλά πώς ήξερες ότι φεύγω ;’’ τον  ρώτησα. ‘’Ρωτώντας πας στην πόλη !Ρωτησα τον κύριο Βασίλη και μου είπε πως φεύγεις !Ηθελα να σε αποχερετήσω !’’μου είπε’’Πώς είσαι ; ‘’τον ρώτησα.’’Εγώ καλά!ΕΣΥ πως είσαι!’’μου απάντησε.’’Ελευθερώθηκα  Λουμίνη, ελευθερώθηκα!!!’’ του είπα. ‘’Εσύ;’’
‘’Κι εγώ’’ μου είπε γελώντας ‘’Μεθαύριο φεύγω Γερμανία!’’ Δυστυχώς έπρεπε να φύγω.Το αεροπλάνο απογειωνόταν… Τον αποχαιρέτησα με ένα θερμό φιλί στο μάγουλο και του ευχήθηκα καλή ζωή. Όπως ευχήθηκα και στις τέσσερις γυναίκες π ου με συνόδευαν. Θα μου λείψουν!
Άαχεν
 Μετά από μίαμιση ώρα πτήσης το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Άαχεν. Εκεί με περίμενε ο πατέρας μου. Τότε κατάλαβα πόσο πολύ μου είχε λείψει αλλά και πόσο του έλειψα κι εγώ. Τα μαλλιά μου είχαν φτάσει λίγο πιο πάνω από τους ώμους μου οπότε δεν ήρθε αντιμέτωπος με το φριχτό φαλακρό κεφάλι μου. Σε λίγο θα βρισκόμασταν στο σπίτι της μαμάς, θα έβλεπα το αδερφάκι μου!! Το κρεβάτι με την κουνουπιέρα με περίμενε στο σπίτι της. Θα πηγαίναμε στην Άννα Στράσσε οι τρεις μας για σοκολάτα. Δεν έμαθαν ποτέ για τα ναρκωτικά και εγώ συνέχισα να ζω ξένιαστη,  με τη Σίγκριτ πάντα στο πλευρό μου. Να ξεχνώ σιγά σιγά τις σκιές του παρελθόντος.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Ραφαήλ - Ανίσχυρος Άγγελος


Η  Αγγέλα πήγαινε  να βρει τον Τάσο για να του πει πως ο νονός της της είπε ότι ο πατέρας της θα μείνει για πάντα στη φυλακή. Καθώς λοιπόν πηγαίνει να τον βρει, στη διαδρομή λίγο πριν το σπίτι του, μια ομάδα κουκουλοφόρων της ρίχνουν δακρυγόνα  και της πετούν διάφορα σπασμένα αντικείμενα. Η Αγγέλα τραυματίζεται και πέφτει λιπόθυμη.
Μετά από λίγη ώρα ο Τάσος προχωρώντας έξω από το σπίτι του τη βρίσκει μέσα στα αίματα. Κατευθείαν τη  μεταφέρει με τους γονείς του σε ένα νοσοκομείο. Καθώς οι γιατροί την εξέταζαν εκείνος επικοινωνεί με τον νονό της Μήτσο Σαρμπάνη και του λέει να έρθει γρήγορα.
Αφού φτάσει στο νοσοκομείο ψάχνει και βρίσκει τον Τάσο μαζί με τους γονείς του. Ρωτά τι συνέβη και πως έγινε αυτό.
Εκείνη τη στιγμή οι γιατροί τους καθησυχάζουν λέγοντας τους πως η Αγγέλα είναι καλά και πως δεν έχει τίποτα άλλο εκτός από κάνα δυο μικρές πληγές.
Την επόμενη μέρα η Αγγέλα βρίσκεται στο σπίτι της και μαζί της είναι η μητέρα, ο θείος, η θεία της και ο νονός της. Η μητέρα της παίρνει την απόφαση να της πει πως θα φύγουν στο εξωτερικό για κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.
Η Αγγέλα δεν φέρνει αντίρρηση αλλά ζητά να τους ακολουθήσει και ο Τάσος. Η μητέρα της το δέχεται και της λέει να τους τηλεφωνήσει. Αφού η Αγγέλα τηλεφωνήσει στον Τάσο και του πει τι θα γίνει, εκείνος της λέει πως θα πάει μαζί τους αφού είναι επιθυμία της.
Έτσι την επόμενη μέρα οι τρεις τους θα έφευγαν για το εξωτερικό.