Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Ανθή - Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της


Την άλλη μέρα, όλα ήταν πολύ περίεργα. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, έσπρωξα το πάπλωμά μου και προσπάθησα να σηκωθώ. Ένιωθα σαν να έσκαγαν αμέτρητες βόμβες δίπλα μου, τέτοιο πονοκέφαλο είχα! Μακάρι να'χα ένα χαπάκι. Να ένιωθα λίγο καλύτερα, έστω για λίγο, και μετά πάλι από τον ουρανό, απότομα στο χώμα. Αφού τα κατάφερα να σηκωθώ, έσυρα το κουρασμένο μου κορμί στο σαλόνι.
-Φάρμουρ! φωνάζω, μα πουθενά η Φάρμουρ. Λογικά θα κατέβηκε να πάρει κάτι, σκέφτηκα, μα την ίδια στιγμή άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα.
-Φάρμουρ, που ήσουν;
-Καλημέρα πρώτα!
-Καλημέρα πρώτα. Που ήσουν;
-Που θες να ήμουν; Στο μαγαζί πήγα να ψωνήσω μερικά πραγματάκια. Παρεπιπτόντως, βρήκα στο ταχυδρομικό κουτί μας αυτά.
-Τι είναι αυτά;
-Τα γερμανικά σου σιρόπια είναι. Σου έστειλε τρία μπουκάλια ο μπαμπάς σου. Θα τα κρατήσω εγώ όμως.
-Ωραία!, έκανα και χάθηκα πάλι μεσ'το δωμάτιο. Πήγα να ρίξω μια ματιά στον Χερ Χάινερ γιατί απ'τη στιγμή που ξύπνησα, δεν τον άκουσα καθόλου.
-Χερ Χάινερ, του φώναξα, καλημέρα! μα τίποτα αυτός. Τον παρατήρησα καλύτερα. Κοιμόταν; όχι...δεν κουνιόταν, δεν έκανε τίποτα. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Άνοιξα το πορτάκι και τον πήρα στην χούφτα μου. Τα δάκρυα δεν άργησαν να έρθουν. Ο Χερ Χάινερ ήταν νεκρός. Η γιαγιά μόλις με άκουσε έτρεξε αμέσως κοντά μου.
-Τι έγινε Κωνσταντίνα;
-Πέθανε Φάρμουρ, πέθανε...
-Γιατί; Πότε;
-Δεν ξέρω Φάρμουρ. Φύγε σε παρακαλώ. Άσε με λίγο μόνη μου.
-Θέλεις να σου φέρω τίποτα; Ένα γάλα παγωμένο;
-Βάλε μου ένα ποτήρι και θα έρθω σε λίγο στην κουζίνα να το πιω.
   Παράξενη συμπεριφορά. Φένεται δε θέλει να με κάνει χειρότερα. Τώρα το τελευταίο που θέλω να σκέφτομαι είναι η συμπεριφορά της Φάρμουρ. Έπρεπε να δω τι θα κάνω με τον Χερ Χάινερ. Νιώθω τόσο μόνη χωρίς αυτόν. Έτσι μου'ρχετε να πάω και να καταπιώ και τα τρία μπουκάλια με το σιρόπι, να ξεχαστώ. Και ο Λουμίνης; Πού είναι τώρα που τον χρειάζομαι; Θέλω να τον δω, να τον αγκαλιάσω. Δε με νοιάζει που με πρόδωσε. Τον σκέφτομαι συνέχει. Έχει κολλήσει στο μυαλό μου η μορφή του, με τα λουσμένα μαλλιά που είχαν χρώμα μελί. Πόσο όμορφος είσαι Λουμίνη όταν λούζεις τα μαλλιά σου. Έβαλα τον Χερ Χάινερ πίσω στο σπιτάκι του και πήγα να πιω το παγωμένο γάλα που με περίμενε.
-Φάρμουρ, θέλω να μου κάνεις μια χάρη
-Τι χάρη;
-Θέλω το απόγευμα να πάμε με τις Ασπασίες να θάψουμε τον Χερ Χάινερ.
-Σιγά μη του πάρουμε και φέρετρο, αστιέυτηκε θέλωντας να κάνει το κλίμα λίγο πιο ευχάριστο.
-Φάρμουρ, μιλάω σοβαρά. Σε παρακαλώ...
-Καλά, καλά, εντάξει. Θα πάμε. Υπάρχει ένα λοφάκι κοντά στο σπίτι της μικρής Ασπασίας.
-Ευχαριστώ Φάρμουρ, είπα τελειώνωντας και την τελευταία γουλιά από το γάλα μου και έτρεξα και πάλι στο δωμάτιο μου. Μετά από λίγο την άκουσα να τηλεφωνεί στις Ασπασίες για να έρθουν πιο νωρίς απ' ότι είχαν κανονίσει. Ήσυχη για λίγο έπεσα στο κραβάτι μου και ξανακοιμήθηκα.
   Ξυπνάω από τις φωνές. Πέντε η ώρα. Η Φάρμουρ πλησιάζει στο δωμάτιο, λες και είχε βάλει κάμερα και είδε πως ξύπνησα.
-Κωνσταντίνα, σήκω! Ετοιμάσου σιγά-σιγά για να φύγουμε.
Σηκώθηκα, έβαλα ένα παντελόνι και μία μπλούζα στα γρήγορα, πήρα τον Χερ Χάινερ με το κλουβί του και βγήκα στο σαλόνι.
-Καλώς τη!
-Καλώς τη!
-Καλώς τη!
Οι τρεις Ασπασίες σαν χορωδία με χαιρέτησαν με ένα πλατύ χαμόγελο. Ανταπέδωσα και εγώ, και άφησα το κλουβάκι του Χερ Χάινερ στο πλάι.
-Κόλυβα κάνατε; αστειέυτηκε η παχουλή Ασπασία.
Ντριιιν, το κουδούνι. Ποιος να΄ναι τέτοια ώρα;
Η Φάρμουρ πήγε βιαστικά στην πόρτα και άνοιξε.
-Γεια σας, είναι η Κωνσταντίνα εδώ;
-Εδώ είναι. Ποιος είσαι;
Ναι, ήταν ο Λουμίνης. Έτρεξα στην πόρτα και τον είδα. Δεν το πίστευα! Τα μαλλιά του φρεσκολουσμένα, έλαμπαν και τα μάτια του, τόσο όμορφα...
-Πέρνα μέσα, του είπα.
Εκείνος πέρασε και εγώ τον οδήγησα στο δωμάτιό μου.
Οι Ασπασίες κοιτούσαν γεμάτες απορία, το ίδιο και η Φάρμουρ.
-Θα σας εξηγήσω αργότερα, τους είπα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
-Συγνώμη αν...
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, κι εγώ, τόσο αυθόρμητα χώθηκα στην αγκαλιά του.
-Τι έγινε; Τι κάνεις; με ρωτάει.
-Μου έλειψες. Σε παρακαλώ, μη με ξαναφήσεις μόνη μου, σε χρειάζομαι. Πες μου σε παρακαλώ ότι μου έφερες χαπάκι. Θέλω να μην θυμάμαι τίποτα, έστω και για λίγο. Πέθανε ο Χερ Χάινερ, το χαμστεράκι μου. Τώρα νιώθω πιο μόνη από ποτέ και χωρίς εσένα δεν θα...
-Σταμάτα, μη λες άλλα. Δε μπορώ να ακούσω τίποτα πια. Όχι δε σου έφερα χαπάκι κι ούτε πρόκειται να σου ξαναφέρω. Ήταν μεγάλο λάθος. Δεν έπρεπε να σε ανακατέψω σ'αυτό. Δες σε τι κατάσταση σε έφερα. Εγώ φταίω για όλα. Δε θ'αντέξω για πολύ, το ξέρω. Ο οργανισμός μου τον τελευταίο καιρό μου ζητάει όλο και περισσότερες δόσεις. Γι'αυτό θέλω να σου δώσω κάτι, σε περίπτωση που...
-Πού; Όχι. Δεν θα σ'αφήσω να φύγεις. Θα μείνεις εδώ, μαζί μου. Όσο για το χαπάκι, ναι, έχεις δίκιο. Δεν έπρεπε να το πάρω ποτέ. Αλλά δε φταις εσύ. Ό,τι έκανα το έκανα με δική μου θέληση. Εσύ ποτέ δε με πίεσες να κάνω κάτι που δε θέλω. Λοιπόν, έχω μια ιδέα και σίγουρα όλοι θα μας βοηθήσουν στο να τη πραγματοποιήσω. Θα μ'ακούσεις;
-Ναι. Πάρε πρώτα αυτό όμως.
Τότε βγάζει το μεταγιόν που είχε στο λαιμό του, με το πέτσινο λουρί, τον λύκο και την τρύπα στη μέση και το αφήνει στη χούφτα μου.
-Γιατί μου το δίνεις αυτό; τον ρώτησα.
-Θέλω να το κρατήσεις, έτσι ώστε σε περίπτωση που γίνει το οτιδήποτε να το έχεις, να με θυμάσαι.
-Τίποτα δε θα γίνει, μη το ξαναπείς αυτό. Θα κάνουμε αυτό που θα σου πω. Άκουσε με, δεν έχουμε πολύ ώρα γιατί πρέπει να πάμε να θάψουμε τον Χερ Χάινερ. Οι δικοί μου, μου πρότειναν να πάω σε κάποιους ειδικούς για να με βοηθήσουν. Στην αρχή, μόλις μου το είπαν τα έβαλα μαζί τους και αρνήθηκα, μα αυτή η σκέψη ορίμασε μέσα μου και σκέφτηκα πως αυτό είναι το σωστό. Αυτό θα κάνουμε, δεν δέχομαι αντίρριση. Λου...Σταύρο, πρέπει να με ακούσεις, αυτό είναι το σωστό.
-Άκου μικρή, αυτό είναι το σωστό για σένα. Εγώ έχω πάρει την κάτω βόλτα και είναι πια αργά για να γυρίσω. Το ξέρω πως αυτό δε θα βγάλει πουθενά. Τσάμπα θα ταλαιπωρηθώ.
-Αν το θέλεις πραγματικά θα γίνει, πίστεψέ με. Μπορεί να είμαι μικρή, αλλά ξέρω κάποια πράγματα. Θα είμαστε μαζί σ'αυτό, δε θα σ'αφήσω, στο υπόσχομαι. Θα σε στηρίξω και θα με στηρίξεις.
-Αχ ρε μικρό, δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα. Χρειάζονται λεφτά και εγώ δεν έχω.
-Ξέχνα τα λεφτά, αυτό το κανονίζω εγώ και οι δικοί μου. Θες να προσπαθήσουμε; Πες μου ναι, σε παρακαλώ. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο καλό θα μου κάνει. Είναι καιρός να αλλάξουμε ζωή. Εσύ περισσότερο. Δε θες να τ'αφήσουμε όλα πίσω; Δε θες να είσαι και πάλι υγειής; Να μην ξαναχρειαστεί να τρυπηθείς; Να μπορείς επιτέλους να ξαναπαίζεις ήσυχος το πιάνο σου; Άκουσέ με, όλα θα είναι καλύτερα.
Τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Πόσο όμορφος ήταν. Τον τράβηξα στην αγκαλιά μου και αμέσως ένιωσα τα δάκρυα του καυτά, να τρέχουν πάνω στην πιτζάμα μου. Του χάιδεψα τα μαλλιά, πόσο απαλά ήταν.
-Λοιπόν, θα το κάνουμε; τον ξαναρωτάω.
-Τι να πω...Ας το κάνουμε.
   Εκείνη η στιγμή ήταν η καλύτερη της ζωής μου. Ξέχασα και τον Χερ Χάινερ, και τους γονείς μου και όλα. Όλα! Από εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε μια νέα ζωή για εμάς.Τον πήρα από το χέρι και βγήκαμε έξω.
   Οι Ασπασίες και η Φάρμουρ, μας κοιτούσαν με ένα επίμονο βλέμμα και τις ευχαρίστησα πολύ που ήρθαν αμέσως όταν τους το ζήτησα, αλλά στη κηδεία του χερ Χάινερ θα πήγαινα με τον Λουμίνη. Τους είπα επίσης και να τηλεφωνήσουν στο κύριο Μπένο και τη Μαρίνα.
-Δε θα πάτε μόνοι σας, είπε η Φάρμουρ μα η Ασπασία που <<στύβει την πέτρα>> της έριξε ένα άγριο βλέμμα κι εκείνη δεν ξαναμίλησε.
   Βγήκαμε από το σπίτι και με τον χερ Χάινερ στο κλουβάκι περπατούσαμε αμίλητοι, πιασμένοι χέρι-χέρι. Η κατεύθυνση προς το λοφάκι ήταν στο δρόμο στον οποίο βρισκόταν το σπίτι της Λαίδης Ντι. Όταν περάσαμε απ'έξω, είδαμε κόσμο μαζεμένο. Σταματήσαμε να ρωτήσουμε τι συμβαίνει.
-Βρήκαν μια κοπέλα νεκρή, από υπερβολική δόση. Είχε μία σύρρηγα καρφωμένη στο πόδι και ένα λαστιχάκι. Ανέβηκαν πάνω αστυνομικοί και νοσοκόμοι. Δεν γνωρίζω τίποτα παραπάνω.
   Εμείς μη μπορώντας να πιστέψουμε στα αυτιά μας, κοιταχτήκαμε και προχωρήσαμε προς τον προορισμό μας.
-Ήταν αναμενόμενο, είπε ο Λουμίνης.
-Ναι, αλλά τόσο γρήγορα;
-Κάποια στιγμή θα γινόταν. Καλύτερα έτσι.
-Δεν στεναχωρήθηκες καθόλου;
   Δεν μου απάντησε. Ο ίδιος Λουμίνης, που ποτέ δεν απαντούσε στις ερωτήσεις που του έκανα.
   Φτάσαμε. Ανηφορίζουμε το λοφάκι και πηγαίνουμε σε μια άκρη. Βάζουμε τα γάντια μας και αρχίζουμε να σκάβουμε μια μικρή γούρνα. Μετά από λίγο όλα ήταν έτοιμα και ο χερ Χάινερ κάτω από το χώμα. Το πόσο πόνεσα όταν τον είδα έτσι δεν περιγράφεται. όμως ένιωθα δυνατή καθώς δίπλα μου ήταν αυτός...Και τότε, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
   Φτάνουμε στο σπίτι. Ήρθε η ώρα της αλήθειας, σκέφτομαι έντρομη. Μπαίνουμε μέσα. Εκεί μας περιμένουν όλοι. Φάρμουρ, Ασπασίες, Βασίλης, Μαρίνα.
-Καλώς τους, είπε η Φάρμουρ πρώτη-πρώτη. Καθήστε. Αγόρι μου, θες να πιεις κάτι; Εσύ Κωνσταντίνα;
-Όχι ευχαριστώ, είπε εκείνος.
Όχι έγνεψα κι εγώ και της είπα να καθήσει. Όλοι με κοιτούσαν επίμονα ζητώντας μου με το βλέμμα τους να τους τα πω όλα. Και έτσι άρχισα να τους διηγούμε τα πάντα. Αυτό που έπρεπε να είχα κάνει απ'την αρχή. Όλα όσα συνέβησαν από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα. Όλα όσα συνέβησαν αυτό το διάστημα. Για τους Γερμανούς, τον Λουμίνη, τη Λαίδη Ντι, την κουκουβάγια, ΤΑ ΧΑΠΑΚΙΑ! Όλοι βιάστηκαν να κατηγωρήσουν τον Λουμίνη μα εγώ τους εξήγησα πως δεν έφταιγε εκείνος για ό,τι έγινε και πως με βοήθησε πολύ. Τους εξήγησα το πόσο καλό μου έκανε που τον γνώρισα και πως τον αγαπάω πολύ. Και για το τέλος τους κράτησα το καλύτερο. Τους ανακοίνωσα πως αποφάσισα να βοηθηθώ από τους γιατρούς που ήθελαν να με στείλουν και μαζί με εμένα και ο Λουμίνης. Όλοι τότε χαμογέλασαν και χάρηκαν πολύ. Περισσότερο όμως χάρηκε η Φάρμουρ μου. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει και το βλέμμα της ήταν τόσο τρυφερό. Τελικά μπορώ να πω πως μ'αγαπάει λίγο. Όχι μόνο αυτή όμως. Έχω κοντά μου ανθρώπους που νοιάζονται για εμένα. Μα αυτή τη στιγμή θα ήθελα τους γονείς όσο τίποτα άλλο κοντά μου. Αχ πόσο μου λείπουν. Δε θέλω να τους σκέφτομαι τώρα, όχι τώρα. Τώρα το μόνο που θέλω να σκέφτομαι είναι η νέα μου ζωή που ξεκινάει από αύριο. Θέλω να γίνω το καλύτερο κορίτσι και φυσικά να ''γιατρεφτώ''. Τέλος τα χάπια, τέλος όλα. Κλείνω τα μάτια και βλέπω την παλιά μου ζωή να απομακρύνεται, να φεύγει, τυλιγμένη μέσα σε ιστούς αράχνης...!

1 σχόλιο:

  1. Μου άρεσε πολύ η εξομολόγηση στο τέλος. Ήταν λυτρωτική. Ίσως βέβαια θα έπρεπε να αναπτυχθεί περισσότερο.
    Η ανάληψη της ευθύνης από την Κωνσταντίνα ήταν ένα άλλο σημείο που μου άρεσε.
    Η Κωνσταντίνα παρουσιάστηκε ώριμη (αν και λίγο ρομαντική όσον αφορά το Λουμίνη) και η απόφαση της να προχωρήσει σε αποτοξίνωση δικαιολογείται πλήρως από τη στάση της

    ΑπάντησηΔιαγραφή