Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Κατερίνα Κ. - Ανίσχυρος Άγγελος



Πήρα μια βαθιά ανάσα και βγήκα από το σπίτι του νονού μου προκειμένω να πάω στην οδό που  έγραφε το χαρτάκι.
Εγώ , ως άγγελος , χρέος μου είναι να βοηθήσω να κάνει το σωστό…Μην ξεχνιόμαστε όμως εμείς οι άγγελοι είμαστε ανίσχυροι… Προσπάθησα να την καθοδηγήσω κάνοντας την να πάρει τον ασφαλέστερο και  συντομότερο δρόμο...Έβρεχε, η υπομονή της και η επιμονή της όμως δεν την έκαναν να λυγίσει…Τα καθαρά ρούχα της είχαν μουσκευτεί …Τα παπούτσια της είχαν γεμίσει λάσπες… Εκείνη όμως επέμενε… Βασικά σε αυτό την βοήθησα κι εγώ… Έφερνα στο νου της την αγωνία κ την περιέργεια για το τι επρόκειτο να συναντήσει… Αλλά περιττό να σας πω πως έτσι κι αλλιώς και  η θέληση της ήταν μεγάλη αλλιώς δεν θα ξεκινούσε καν να πάει εκεί που έγραφε το χαρτί που της άφησε ο νονός της…Τέλος πάντων ως  άγγελος φλυαρώ συνεχώς είναι ένα μικρό χαρακτηριστικό των αγγέλων να θέλουμε να  τα περιγράψουμε όλα με κάθε λεπτομέρεια αφού είναι το μοναδικό που μπορούμε ν κάνουμε , γιατί δεν μπορούμε να νιώσουμε όπως οι άνθρωποι και όπως άλλωστε προανέφερα
Περπατούσα αλλά είχε αρχίσει να νυχτώνει… Ένας περίεργος κόμπος έδεσε το στομάχι μου … Αν κ φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που περπατούσα μόνη μου στο σκοτάδι δεν ξέρω …Ήταν κάτι που με έπνιγε  και προσπαθώντας να το αποβάλλω επιτάχυνα το βήμα μου … Λίγα μετρά πιο μπροστά μου είδα μια παρέα παιδιών  με ποδήλατα.. Νόμιζα πως ήταν η δική μου παρέα ποδηλάτων… Νόμιζα… Πλησίασα… Δεν ήταν όμως τα παιδιά… Σάστισα όταν είδα ότι κρατούσαν σύριγγες… Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ηταν «Αγγέλα τρέξε» Ένας από αυτούς με είδε που έτρεχα προς την αντίθετη κατεύθυνση  και μου απύφθηνε το λόγο μιλώντας μου με αισχρολογίες… Δεν ήξερα τι να κάνω… Έτρεχα όσο το δυνατόν γρηγορότερα… Στο μυαλό μου ήταν μονό ο Τάσος… Ήθελα ν τον δω… Οι σκέψεις μου ήταν τόσο δυνατές που αισθανόμουν ότι μπορούσα κ να τις ακούσω. Και βλέπω τον Τάσο… Τρέχω και τον αγκαλιάζω… Του εξήγησα τι συνέβη και μου είπε να πάω εκεί με τα παιδιά… « Δεν μπορώ να καταλάβω πως βρέθηκες εσύ σε τόσο απαίσια μέρη , δεν ξέρεις τι γίνεται εδώ πέρα» Δεν καταλάβαινα τι έλεγε … Απλά τον κοιτούσα … «Είσαι ο σωτήρας μου» «Αγγέλα εγώ σου μιλάω κ εσύ το μονό που μου λες…» «Σταμάτα, και άκουσε με.. Ο νονός μου, μου άφησε σε σημείωμα αυτήν την οδό… Ξέρεις πώς να με πας εκεί? Και… Για μια στιγμή… Πως βρέθηκες εσύ εδώ?» «Ε.. έκανα μια βόλτα με τα παιδιά και έτυχε κ πέρασα από δω τέλος πάντων δεν έχει σημασία πάμε κάπου να μείνουμε κ αύριο το πρωί θα πάμε εκεί που σου είπε ο νονός σου»
Εμμ… Εγώ ξερώ γιατί ο Τάσος βρέθηκε εκεί… Τον ώθησα όσο το δυνατόν περισσότερο… Τον έκανα να νιώσει αυτό το κακό προαίσθημα πως κάτι συμβαίνει… Αλλά μήπως κι εκείνος έχει κάτι που τα υπόλοιπα παιδιά δεν έχουν? Για μονό ο Τάσος να το ένιωσε αυτό?
Μείναμε όλοι μαζί στο σπίτι ενός απτά κορίτσια της παρέας που έμενε εκεί κοντά… Και το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε όλοι μαζί… Τώρα είχα τον Τάσο διπλά μου και δεν φοβόμουνα τίποτα… Δεν ξερώ… Για τον Τάσο έχω αρχίσει να νιώθω πολύ έντονα πράγματα… Κάτι που με κάποιον άλλον δεν νομίζω να ένιωθα… Δεν ξερώ τι φταίει… Απλά με συμπληρώνει και με κάνει να ξεχνάω ότι συμβαίνει γύρω μου… Ίσως αυτό είναι  που λένε ‘Πεταλούδες στο στομάχι’ Τι να πω δεν ξερώ προς το παρόν προέχουν άλλα…  Ο Τάσος μου έδωσε το μαύρο ποδήλατο και ξεκινήσαμε αρκετά πρωί… Όταν φτάσαμε αντικρίσαμε ένα μεγάλο κτίριο.. Έξω καθόταν ο νονός μου κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι … «Νονέ, νονέ Τι είναι εδώ? Γιατί ήθελες να έρθω εδώ? Τι συμβαίνει? Που είναι οι υπόλοιποι?.. Νονέ μιλά μου..» Με αγκάλιασε και το μονό που μου είπε ήταν «όλα θα πάνε καλά».. «Δεν μου απάντησες όμως νονέ… Τι είναι εδώ πέρα?» «Δεν έχεις καταλάβει?» Ξανακοίταξα το κτίριο… Ήταν μεγάλο… Πολύ μεγάλο… Με πολλούς ορόφους μεγάλο προαύλιο… Παρκιν και τα σχετικά.. «Νονέ… δικαστήριο?» «Ναι κορίτσι μου κ ήθελα να είσαι κι εσύ μπροστά σε ότι κι αν  γίνει γι’αυτό σου είπα να έρθεις… Με πηρέ το παράπονο.. Δεν ήθελα να μπει ο πατέρας μου στη φυλακή … Γιατί… Ήταν ο πατέρας μου και τον αγαπούσα…. Αλλά από την άλλη τον μισούσα… Σκότωσε το αγόρι… Το αγόρι που μαζί του άκουσα το τελευταίο του τραγούδι… Τέλος πάντων μην σας τα πολυλογώ μπήκαμε μέσα στην αίθουσα… Από την μια πλευρά βρισκόμασταν εμείς και από την άλλη οι γονείς του παιδιού… Η μητέρα του ήταν μαυροφορεμένη … Τα μάτια της είχαν γίνει τόσο κόκκινα που είχες την εντύπωση ότι το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει… Έκλαιγε συνεχώς … Σπάραζε η καρδιά μου όταν την άκουγα… Ο πατέρας μου δολοφόνος.. Και είμαι η κόρη ενός δολοφόνου… Εγώ? Αχ.. Δεν το άντεχα άλλο αυτό… 
«Είναι αδιανόητο είναι αδιανόητο ένας άνθρωπος που επαγγέλλεται ως αστυνομικός τόσα χρονιά να διαπράξει τέτοιο έγκλημα… Αυτό που πιθανότατα να συνέβη κύριε δικαστά είναι εξοστρακισμός και ήλθε η σφαίρα στο παιδί με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα..»
Έλεγαν και ξαναέλεγαν… Η καρδιά μου όσο περνούσε η ώρα χτυπούσε και πιο γοργά .. Μετά από αρκετή ώρα περάσαμε όλοι έξω.. Η αγωνιά και το άγχος είχαν κορυφωθεί.. « Τα παιδιά.. Τάσο? Τάσο??» άραγε που πήγαν ? πώς εξαφανιστήκαν έτσι απλά? Τι συνέβη? Τόσο ερωτήματα δίχως νόημα… Κανένας δεν μπορούσε να απαντήσει… Η απόφαση του δικαστηρίου βγήκε… Περάσαμε όλοι ξανά μέσα αργά αργά γνωρίζοντας όλοι φυσικά το τι θα συμβεί..
 «Το δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα ο κατηγορούμενος να ανακυριχτεί…ΕΝΟΧΟΣ.!» Άρχισαν να κλαίνε όλοι… Περισσότερο η μαμά… Εγώ τους κοιτούσα σαν κανά 10χρονο παιδάκι που δεν ξέρει τι συμβαίνει.. Δεν μπορούσα να αντιδράσω.. Ούτε να μιλήσω ούτε ν κλάψω ούτε να στενοχωρηθώ.. Ένα κενό.. Μονάχα ένα κενό… Τι μου συμβαίνει…?
Έφερνα στο νου της αναμνήσεις… Πολλές αναμνήσεις… Δεν ξερώ τι της συνέβη .. Δεν μπορούσε καν να σκεφτεί… !
 « Αγγέλα… Αγγέλα…! Ναι.. Ξεπέρασε το κόμμα… Αγγέλα γύρισες επιτέλους… Γύρισες ξανά κοντά μας.. Ο Γιατρός είπε πως ξεπέρασες το κόμμα…Συνήλθες»
« Τι συμβαίνει ? Που βρίσκομαι? Για το φοράω λευκά ρούχα? Γιατί έχω ορούς? Μαμά είσαι χαρούμενη.. Δεν κλαις..» «Γιατί να κλάψω? Που το παιδί μου ξεπέρασε το κόμμα? Θα σου τα εξηγήσω όλα.. Σε χτύπησε αυτοκίνητο… Ήρθαμε στο νοσοκομείο με εσένα κ τον μπαμπά κ μας είπαν πως έπεσες σε κόμμα .. Στεναχωρεθήκαμε παρά πολύ… Ήσουν 2 μήνες σε κόμμα.. Και τώρα… Τώρα γύρισες….~!» «Και ο μπαμπάς? Ο μπαμπάς δεν είναι στην φυλακή?» «Κοριτσάκι μου τι λες? Ποια φυλακή? Μισό λεπτό να τον φωνάξω…» «Κοριτσάκι μου επέστρεψες.. Επιτέλους ήρθες κοντά μας και πάλι»
Μα.. πως γίνεται αυτό… Ότι ζούσα ήταν ένα όνειρο? Και το παιδί? Το παιδί που είχα ακούσει μαζί του το τραγούδι? Ο Τάσος? Ο Μίλτος?
Γυρίσαμε σπίτι.. Αφού  ξεπέρασα το κόμμα και το σοκ γυρίσαμε επιτέλους σπίτι.. Όλα ήταν φυσιολογικά πλέον … Ώσπου…Άνοιξα την τηλεόραση… Το αγόρι που είχα δει στον ύπνο μου να το σκοτώνει ο πατέρας μου βρέθηκε νεκρό σε μια περιοχή από υπερβολική δόση ναρκωτικών.. Μα τι γίνεται? αυτό το αγόρι ήταν που στον ύπνο μου είχα ακούσει μαζί τα το τελευταίο του τραγούδι γιατί μετά το σκότωσε ο πατέρας μου… Και τώρα διαπιστώνω πως τίποτα από αυτά δεν συνέβη στην πραγματικότητα … Αλλά πως είναι δυνατόν το αγόρι που βρέθηκε νεκρό να είναι αυτό που είδα στον ύπνο μου όταν βρισκόμουν σε κόμμα? Και είμαι σίγουρη…Αυτός ήταν… Και είναι τυχαίο που εκείνη την στιγμή που έβλεπα αυτό στην τηλεόραση και είχα το ραδιόφωνο ανοιχτό να παιχτεί το τραγούδι που στον ύπνο μου είχα ακούσει με εκείνο τα αγόρι? Κ ήταν τα τελευταίο του τραγούδι! Όχι… πείτε μου… Είναι λογικά όλα αυτά?
Ένα μεγάλο μυστήριο που δεν μπόρεσα να το λύσω ποτέ…!

1 σχόλιο:

  1. Η Κατερίνα -πολύ σωστά- θεώρησε ότι ένα παιδί δεν μπορεί να αντέξει ένα τόσο βαρύ φορτίο και θέλησε να απαλλάξει την Αγγέλα από το βάρος που κουβαλούσε.
    Δυστυχώς βέβαια, στην πραγματικότητα, κάποια παιδιά δεν είναι τόσο τυχερά και πληρώνουν τις αμαρτίες των γονέων τους.
    Τελικά για μια ακόμη φορά διαπιστώνω με χαρά ότι οι ψυχές των μαθητών μας είναι αγνές και ανάλογο είναι το τέλος που αυτοί δίνουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή