Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Ανθή - Ανίσχυρος Άγγελος



ΔΕΚΑΕΞΙ

    Φυσούσε. Ο δυνατός αέρας χτυπούσε το πρόσωπό της και δίπλα της εγώ, όπως πάντα-εγώ, ακολουθώντας την προς τον προορισμό που έγραφε στο χαρτί: Περπατητών 31, Κηφισιά.
    Σταματάει. Μαζί κι εγώ. Σηκώνει το χέρι της, νεύοντας το ταξί το οποίο κατευθυνόταν προς την μεριά μας. Για μια στιγμή την βλέπω να διστάζει. Δε ξέρει ποια είναι η διεύθυνση η οποία γράφτηκε στο χαρτί από τον νονό της, Μήτσο Σαρμπάνη. Κλείνει βαθιά τα μάτια της και μπαίνει μέσα. Δίπλα της, στο ζεστό κάθισμα, κάθομαι εγώ. Της χαϊδεύω τα μαλλιά απαλά-χωρίς ,πάντα, να αισθάνεται την παρουσία μου-προσπαθώντας να διώξω τις κακές σκέψεις-όσες μπορώ, καθώς είμαι ανίσχυρος, ένας ανίσχυρος άγγελος- από το μυαλό της. Η ανάσα της βαριά, το βλέμμα καρφωμένο στην ευθεία.
«Φτάσαμε» της ανακοινώνει ο ταξιτζής. Πληρώνει, και με το ίδιο απλανές βλέμμα κατεβαίνει από το ταξί. Κάνει ένα βήμα και κοιτάζει. Πλήθος ανθρώπων, νέων και ηληκιωμένων. Ποικίλες εκφράσεις, μορφασμοί. Πρόσωπα στενοχωρημένα, πληγωμένα, σκεπτόμενα. Δάκρυα στα πρόσωπα όλων και μόνο μία λέξη πλανιέται στον αέρα…ΓΙΑΤΊ;;;;
   Εγώ, πάντα δίπλα της, να διώχνω με τις φτερούγες μου τον μουντό αυτό αέρα, προσφέροντας φρεσκάδα στο χλωμό της πρόσωπο. Ο τόπος;; Νεκροταφείο. Έφτασε η μέρα του αποχαιρετισμού. Το ταξίδι του νεαρού. Το τελευταίο του ταξίδι. Η κηδεία του. Μα πως το ξέχασες Αγγέλα; Δεν σε παρεξηγώ. Έχεις περάσει τόσα πολλά αυτές τις μέρες. Καθώς προχωράμε, βλέπουμε πολλούς, γνωστούς και αγνώστους. Κάποιοι που αναγνωρίζουν την ταυτότητα της Αγγέλας και κάποιοι άλλοι όχι. Βλέμματα συμμαθητών καρφωμένα πάνω της. Ένιωθε θύτης την στιγμή που ήταν θύμα. Μία φράση όμως την έκανε να αισθάνεται ασφάλεια, γαλήνη, αγάπη…»Αλλά εσύ, είσαι εσύ!», όπως της είχε πει ο Τάσος. Ναι, ο Τάσος. Ο Τάσος που τόσο αγαπούσε η Αγγέλα τον τελευταίο καιρό.
    Προχωράμε. Βλέπω τόσα πρόσωπα, σκοτεινά, γεμάτα δάκρυα. Πρόσωπα άγνωστα σε εμένα. Η μόνη γνώριμη μορφή ήταν αυτή της κοπέλας δίπλα μου. Της Αγγέλας. Μα στο βάθος ξεπροβάλλουν κι άλλα γνώριμα πρόσωπα. Διάφορα ονόματα στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Μίλτος, Τάσος, Αρίστος, Μήτσος, Έρση, Μαίρη, Καίτη, Τάκης, Νίκος, Βασίλης, Άρης…
    Προχωράμε κι άλλο και καθώς η Αγγέλα προσπαθεί να φωνάξει τον Τάσο, η φωνή της χάνεται μέσα στο πλήθος. Όλοι με πρόσωπα χλωμά, κορμιά ξερά, άχαρα, άγαρμπα. Μία καταθλιπτική κατάσταση. Κάμερες μεταδίδουν ζωντανά τα όσα γίνονται. Πρωταγωνιστές: Το νεκρό αγόρι και η οικογένεια του. Η μητέρα του κλαίγοντας με λυγμούς, φωνάζοντας : Γιατί; Τι σου έφταιξε ένα μικρό παιδί;» και όλοι γύρω να της δίνουν κουράγιο.


Κουράγιο, θα περάσει θα μου πεις…
- Αύγουστος. Νίκος Παπάζογλου.



   Και τώρα η Αγγέλα, προχωρά προς τη μεριά της οικογένειας και πίσω της εγώ. Εγώ, ο ανίσχυρος, αυτή τη μέρα κατάφερα να διώξω το μίσος και την ντροπή για τον πατέρα της, δείχνοντας πόσο ενωμένη είναι η οικογένεια του νεκρού μαθητή.
  Γύρω της μαθητές, κλαίγοντας και κρατώντας τριαντάφυλλα και στα χείλη τους μία πρόταση: «Αλέξη, καλό ταξίδι, σ’ αγαπάμε»…
   Η κηδεία τελειώνει και το νεκρό σώμα του νεαρού  αγοριού, πλέον το καλύπτει το υγρό χώμα. Ο κόσμος φεύγει αφήνοντας λουλούδια και δάκρυα πάνω στη νέα κατοικία του παιδιού. Γιατί έπρεπε να γίνουν όλα αυτά; Γιατί να φεύγουν ψυχές τόσο νωρίς; Τα δικά μου γιατί ζωγραφισμένα στα πρόσωπα της οικογένειας Γρηγοροπούλου. Βλέμματα γεμάτα πόνο. Και τότε τη σιωπή έσπασε η φωνή της μητέρας του φωνάζει, τρέμει: «Γύρνα πίσω παιδί μου, μη μ’ αφήνεις».. Και ακολουθεί ένα ουρλιαχτό. Έβγαινε μέσα από τα στήθη της, από την ψυχή της…
   Και τα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε καυτά πάνω στα μάγουλα της Αγγέλας, κι εγώ ο ανίσχυρος δίπλα της, αφήνοντας την να ξεσπάσει. Δίνοντας της θάρρος την σπρώχνω προς την άτυχη οικογένεια.
  «Συ… συλλυπητήρια…  και… συγγνώμη… ξέρετε, είμαι η κόρη του…»
  «όλα εντάξει κορίτσι μου, μη ζητάς συγγνώμη, άλλωστε δε φταις εσύ…» της απάντησε η μητέρα του νεαρού αγκαλιάζοντάς την.
   Σέρνοντας, σχεδόν, το κουρασμένο της κορμί, κατευθύνεται προς την έξοδο αφήνοντας τις πρώτες ψιχάλες να νοτίσουν τα μαλλιά της.
   Βρισκόμαστε έξω, αφήνοντας όλα αυτά που συνέβησαν πίσω μας. Στην γωνία ο Τάσος. Μόλις τον βλέπει η Αγγέλα, τρέχει στην αγκαλιά του, σφίγγοντάς τον δυνατά. Εκείνος, μη μπορώντας να πιστέψει αυτή της τη συμπεριφορά, της χαμογελά γλυκά και τα μάτια του, τόσο φωτεινά, γίνονται ένα γαλάζιο βαθύ, ένα χρώμα σαν αυτό της θάλασσας ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη, που σε παρασέρνει σε ταξίδια με το μυαλό.


Δεν έκανα ταξίδια μακρινά… Ταξίδεψε η καρδιά και αυτό μου φτάνει!
–Μικρή Πατρίδα.  -Γ.Νταλάρας, -Χ.Θηβαίος


    «Πώς νιώθεις;», τη ρωτά.
«Δε ξέρω. Μπερδεμένη… Το καλό όμως είναι πως αποφάσισα να γυρίσω σπίτι, να στηρίξω τους δικούς μου. Να είμαι ενωμένη μαζί τους. Μια ενωμένη οικογένεια. Σαν αυτή του Αλέξη. Μην με ρωτήσεις πως άλλαξα γνώμη. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Κι εγώ από δίπλα τους, περπατώντας στη βροχή, ακούγοντας αυτά τα λόγια κατάλαβα πως δεν ωρίμασε μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά. Έγινε δυνατότερη.
Είναι γνωστό πως…
Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΣΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙ, ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟ…
Περπατώντας στο δρόμο με τις βιτρίνες στολισμένες, κατευθυνόμαστε προς το σπίτι του Μήτσου Σαρμπάνη. Στις καφετέριες, η κηδεία του νεαρού ήταν το πρώτο θέμα, και στις συζητήσεις αλλά και στην τηλεόραση.
  Η Αγγέλα όμως δεν άφησε να την παρασύρουν ξανά τα δάκρυα. Κρατούσε το χέρι του Τάσου σφιχτά και δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο.
  Μετά από πέντε περίπου λεπτά, βρισκόταν έξω από το σπίτι του νονού της.
«Πάω να πάρω το σακίδιό μου. Δεν θα αργήσω», τον ενημερώνει.
Αυτός της ρίχνει ένα τρυφερό χαμόγελο και εμείς ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας. Ανοίγει η πόρτα, πηγαίνει στον ξενώνα, παίρνει το σακίδιό της και κλείνει την πόρτα πίσω της. Εγώ πάντα μαζί της, την συνοδεύω όπου κι αν πάει. Καθώς φτάνουμε ξανά στην είσοδο της πολυκατοικίας, το τηλέφωνο της Αγγέλας χτυπά..
«Ναι…καλά είμαι»…
…..
«Γυρίζω σπίτι»…
…..
«Θα σου πω από κοντά»…
…..
«Εντάξει, πείτε στον μπαμπά πως τον αγαπάω»
…..
«Ναι, γεια…»
   «Τι έγινε;», τη ρωτά ο Τάσος, «όλα καλά;»
   «Όλα!», του απαντάει. «Οι γονείς μου θα λείψουν, γι’ αυτό αναρωτιόμουν εάν ήθελες να έρθεις σπίτι μου, να μου κάνεις παρέα»
   Εκείνος τότε κούνησε καταφατικά το κεφάλι του κι έτσι περπατούσαμε όλοι μαζί, αυτοί πιασμένοι χέρι-χέρι, εγώ δίπλα τους.
   Φτάνοντας στο σπίτι, η κλεισούρα στο σαλόνι ήταν  ανυπόφορη, γι’ αυτό η Αγγέλα πήγε να ανοίξει τη μπαλκονόπορτα. Αμέσως, μία μυρωδιά χτύπησε το πρόσωπό της. Μια γνωστή μυρωδιά… Μία μυρωδιά ιδρώτα… Ένας ιδρώτας  που της θύμισε κάποιον, αυτή η μυρωδιά… Τα μάτια της βουρκώνουν αλλά το ελέγχει. Χαμογελά στον Τάσο και ξαπλώνουν στον μεγάλο καναπέ, αγκαλιά και το φιλί ήρθε να ολοκληρώσει την ευτυχία τους.
   «Σ’ αγαπάω», είπαν και οι δύο μαζί και εγώ τους αγκάλιασα τρυφερά με τις φτερούγες  μου. Ο Τάσος αποκοιμήθηκε, εκεί, στον μεγάλο καναπέ, στη ζεστή αγκαλιά της Αγγέλας.
   Τότε η Αγγέλα ψιθύρισε γλυκά κάτι που με έκανε να μη νιώθω πια ανίσχυρος, αλλά ξεχωριστός, ευτυχισμένος. Κατάλαβα πως δίκαια ήμουν στο πλάι της τόσο καιρό, και δίκαια θα είμαι, μέχρι το τέλος… Αυτή τη φράση… «Σ’ ευχαριστώ, φύλακα άγγελε»…



Γυαλί που δε ραγίζει θα’ βρισκα να σου τάξω, πες μου πώς να πετάξω με δανεικά φτερά.
-Φωτιά μου –Μιλτιάδης Πασχαλίδης


ΤΕΛΟΣ

2 σχόλια:

  1. Ενδιαφέρον το ότι κράτησες το ύφος του συγγραφέα και χρησιμοποίησες στίχους από τραγούδια.
    Είναι συγκινητικό ότι στο τέλος αναγνωρίζεται το έργο που προσφέρει ο Ανίσχυρος Άγγελος. Μου άρεσε η δικαίωση του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κύριε, μην ξεχνάτε τους υπέροχους στίχους από το τραγούδι του κ.Πασχαλίδη στο τέλος :Ρ
    Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή